Top 10 Alan Moore Comics: 10. THE BOJEFFRIES SAGA

Writer: Alan Moore
Artist: Steve Parkhouse
Tundra Publishing

Σε μια προσπάθεια να διυλίσω το συναίσθημα και την ανόθευτη αγάπη για κάποιες από τις δουλειές του Moore και παράλληλα να μπορώ να αρθρώσω επιχειρήματα για το αν το BOJEFFRIES SAGA θα έπρεπε να βρίσκεται σε αυτήν -ή οποιαδήποτε- “best of” λίστα, συνειδητοποιώ ότι δεν δύναμαι να το κάνω!

Δεν μπορώ να υποστηρίξω πως η αριστουργηματικότητα της γραφής του δεν βρίσκεται απλά στην πολυπλοκότητα των δομών, ή στις συμπαντικά οργασμικές παρομοιώσεις και μεταφορές του, αλλά στον άμεσα συναισθηματικό αντίκτυπο που δίνει το έργο του στην ολότητά του… αλλά αυτό νιώθω. Και πάλι, όμως, και η νιτσεϊκώς αυτιστική σχεδόν ανωτερότητα και εσωστρέφεια που αποπνέουν κάποια πονήματά του, αντισταθμίζονται από τις βαθειά συγκινησιακά φορτισμένες βινιέτες του, που αποτελούν αντίστοιχα και πρίσμα/coda για τα πιο φιλόδοξα εγχειρήματά του.

Σε μια καθαρά ομφαλοσκοπική απόπειρα ψηλάφισης του υπερβατικού στοιχείου της δουλειάς του -αλλά και μια ξεκάθαρη κίνηση υπεκφυγής και οκνηρίας- θα καταφύγω σε παλαιότερες σκέψεις για το Bojeffries Saga, εγκλωβισμένες σε κνέφας μεταφηβείας και κρούστα νοσταλγίας.

Στο παρελθόν, το BOJEFFRIES SAGA, των Alan Moore και Steve Parkhouse, έχει χαρακτηριστεί ως “soap opera of the paranormal”. Terraced houses, pubs, φάμπρικες και λοιπά πολτισμικά στοιχεία, συνυφασμένα με τη βρετανική εργατική τάξη, ενώνονται, με καταλύτη το όξινο χιούμορ του Moore, σε μια διασκεδαστικά φλεγματική εκδοχή της ζωής σε ένα αστικό περιβάλλον.

Στο πλαίσιο της μακροσκελέστατης συνέντευξης του Alan Moore στον George Khoury (που αποτελεί σχεδόν το σύνολο του βιβλίου THE EXTRAORDINARY WORKS OF ALAN MOORE, εκδοθέν από την TwoMorrows Publishing), στην ερώτηση σχετικά με το ποιά ήταν η πιο σημαντική από τις πρώιμες δουλειές του Moore, o Bρετανός γενειοφόρος παρακάμπτει το V FOR VENDETTA και στρέφει την προτίμηση του σε μια άλλη, παραγνωρισμένη δουλειά του, στο πλαίσιο της ανθολογίας WARRIOR.

“BOJEFFRIES was important in that it was one of the most personal things that I’ve done.”

Στο ΒOJEFFRIES, συγχωνεύει τις απαραίτητες οσμές σουρεαλισμού με θύμησες από την δική του παιδική ηλικία στο Northampton, στο πλαίσιο ενός τυπικού περιβάλλοντος βρετανικής μικροαστικής τάξης. Σύμφωνα με τον ίδιο, το quirky χιούμορ στις σελίδες του ΒΟJEFFRIES γειτνιάζει με αυτό των ιστοριών του Jack B. Quick (που αποτελούσαν μέρος της ανθολογίας TOMORROW STORIES από το America’s Best Comics imprint) και πιθανότατα και στο παλαιότερο comic strip MAXWELL THE MAGIC CAT (γραμμένο και σχεδιασμένο από τον Moore). Ίχνη χιούμορ που θα γοήτευαν τον κάθε αναγνώστη του NEW SCIENTIST (με εμβριθείς αναφορές σε επιστημονικές θεωρίες) και υποδόριο πνεύμα σαρκασμού, είναι στοιχεία που στιγματίζουν τα μέλη της οικογένειας Bojeffries (μιας πιο cockney εκδοχής των Munsters, προσθέτω εδώ, με βλάσφημες διαθέσεις).

Στην εισαγωγική ιστορία (ειδικά γραμμένη για την παρούσα συλλογή της Tundra, το 1992) ο πατέρας Jobremus Bojeffries και ο γιος Reth, τιμούν το αρχαίο έθιμο της οικογένειας που αφορά το ψάρεμα νυχτερίδας. Και οι δύο έχουν κατορθώσει να αποφύγουν τις άρπαγες του Χρόνου για τόσο μεγάλο διάστημα, ώστε κυκλικά επιστρέφουν σε έθιμα που οι ίδιοι ίσως έχουν ξεκινήσει. Το ίδιο το έθιμο, όπως επισημαίνει ο Reth, δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία. Αφού πιάσεις την νυχτερίδα, της ανοίγεις το κεφάλι στη διπλανή καμινάδα. Kαθώς ατενίζεις, όμως, το περίγραμμα των σπιτιών, αρχίζεις και βρίσκεις την αρχή ενός νοήματος τόσο βαθιά ριζωμένου στο συναίσθημα, όσο μια φαντασίωση που αφορά μαγικές γκουβερνάντες και καπνοδοχοκαθαριστές που τσακίζονται στο πεζοδρόμιο αρκετά μέτρα κάτω.

Την αίσθηση σουρεαλισμού που συνοδεύει παιδικές αναμνήσεις, συντηρεί ένας υπέροχος αντιήρωας και κλασικό δείγμα στριφνής βρετανικής προσήλωσης στη γραφειοκρατία (στα όρια του φετιχισμού). Ο Trevor Inchmale δουλεύει στο Δήμο όπου υπάγονται οι Bojeffries. Ανακαλύπτει πως η οικογένεια έχει διαφύγει φόρους αιώνων και ερεθίζεται στη σκέψη πως θα καταφέρει να τους συλλέξει. Η μόνη άλλη σκέψη που απασχολεί το μυαλό του είναι πιθανοί τίτλοι για την επερχόμενη αυτοβιογραφία του: “The Rentman Cometh”, “Rent Asunder”, “Rent and Punishment”, “Mein Rent” κ.ο.κ. Η σεξουαλικότητα του Ιnchmale καθορίζεται ως ανύπαρκτη και ταυτιζόμενη με το καθήκον του. Το καθήκον είναι και αυτό που θα τον οδηγήσει στο σπίτι των Bojeffries, όπου η συνάντηση με τους θείoυς Festus και Raoul Zludonty (βαμπιροειδές και λυκανθρωποειδές στερεότυπο εκ Καρπαθίων, αντιστοίχως) θα πυροδοτήσει συνάψεις που το μυαλό του ήταν αδύνατο να κάνει ως τότε. Σχεδόν σαν gags κωμικών, βρετανικών τηλεοπτικών σειρών (με το LEAGUE OF GENTLEMEN πρώτο-πρώτο στη λίστα με το μακάβριο χιούμορ του) οι σκηνές στο BOJEFFRIES ξετυλίγονται με punchlines να αιωρούνται συνεχώς, αλλά όχι με τρόπο προφανή.

Στη βεράντα που, παράλληλα, αποτελεί (δημιουργώντας ρήγμα σε κάποιο χωροχρονικό συνεχές) και τη σοφίτα, κατοικεί ο παππούς Podlasp, ένας εκ των Αρχαίων (κατά Lovecraft) οντοτήτων. Η απόφυσή του στην πραγματικότητα των Bojeffries συναντά τον Inchmale και μετά από λίγο τον μετατρέπει σε μία γλάστρα με γεράνια. Μετά από κάποιες ώρες, μία συνταρακτική σκέψη περνά από το μυαλό του πρώην Inchmale (“Ι never wanted to be a rentman anyway”). Το χιούμορ εδώ φέρνει στο νου αντίστοιχο περιστατικό γλάστρας με υπαρξιακά προβλήματα από τις σελίδες του HITCHHIKER’S GUIDE TO THE GALAXY του Douglas Adams. O συγκερασμός του παράλογου και του εξωπραγματικού με το στοιχείο της απόλυτα δυσβάσταχτης ρουτίνας, φαντάζει και εδώ εξαιρετικά ταιριαστός (πάντα με έναν ξεχωριστά βρετανικό τρόπο).

H Ginda Bojeffries είναι η γοριλοειδής γυναικεία παρουσία στην οικογένεια. Έφηβη (με συμπαντικούς όρους) έχει απύθμενες γνώσεις και δυνάμεις που σμίγουν μια έκρηξη σούπερνοβα με μια μαύρη τρύπα. Στην ιστορία που περιγράφει μια σεξουαλική της εμπειρία, επιδεικνύει γνώσεις περί του αντικειμένου που τρομάζουν. Εκπληκτική η σκηνή στη pub (εξαιρετική απεικόνιση του πιο σημαντικού ίσως μέρους στην βρετανική κουλτούρα) όπου διαλέγει κάποιον μεθυσμένο με σπασμένο πόδι για να εξασκήσει τις γνώσεις της. Τα πράγματα παίρνουν μια συγκεκριμένη γραμμή, όταν η warm up βιντεοκασέτα που βάζει για τον τύπο είναι ένα φιλμ αγροτικής ενημέρωσης (“Τhey’re slaughtering pigs!”). Eνώ, τελικά, αυτός φεύγει πανικόβλητος, η Ginda ολοκληρώνει την εξάσκηση μόνη της. Δίχως ίχνος εύκολης χυδαιότητας, ο Moore δίνει ένα nerdish love tale… χωρίς έρωτα.

Oλοκληρώνοντας τις αναφορές στην εργατική τάξη, ο Moore μας μεταφέρει στο εργοστάσιο που δουλεύει ο Raoul. Χτύπημα κάρτας, μηδενική δημιουργικότητα, αυτοματισμός που συνθλίβει και τα τελευταία ίχνη ταυτότητας (τόσοι σωλήνες!!!) και ένα υπέροχο καστ χαρακτήρων (με πιο χαρακτηριστικούς τον punk Colin “council estate” και τον επιστάτη που όλοι φωνάζουν “Mark Of Zorro”. Στη γραμμή παραγωγής, όλοι σκέφτονται το σεξ (εκτός από τον Colin, που σκέφτεται να σκοτώσει την πρωθυπουργό).

Στο δείπνο των εργαζόμενων παρίστανται όλοι: O Raoul (με αμφίεση downtrodden Travolta) o Colin (με την απίστευτη γκόμενα του, που έχει κάνει τατουάζ τη φράση “Fuck Off” στο κούτελό της), ο νάνος που παίζει σε τσόντες και το αφεντικό (που είναι κρυπτοναζί). Προς το τέλος γίνεται πανικός! Ο Raoul (που δεν έχει πληροφορηθεί σωστά για το αν έχει πανσέληνο ή όχι) μεταμορφώνεται σε λυκάνθρωπο και όλοι είναι έτοιμοι να πλακωθούν με όλους. Εκείνη τη στιγμή μπουκάρει η αστυνομία (στην ίδια φασιστική οργάνωση με το αφεντικό) και αγνοώντας τον Raoul, συλλαμβάνει το μόνο άνθρωπο που τους μοιάζει ένοχος.

Στις σελίδες του BOJEFFRIES διχοτομείται με τρόπο προσιτό (και όχι δαιδαλώδη, όπως στο FROM HELL) η βρετανική πραγματικότητα. Μαζί με τα A SMALL KILLING και BIG NUMBERS, συμπληρώνει μια τριάδα κατοπτρισμού προσωπικών βιωμάτων του Moore. Το γεγονός ότι αποτελεί, ουσιαστικά, μια ρομαντικά παρανοϊκή σαπουνόπερα με διαβρωτικό χιούμορ και κοινωνική συνείδηση, είναι το στρώμα της τούρτας πάνω στο οποίο μπαίνουν τα κεράκια του πάρτι.

Αυτό που ξεκίνησε εδώ ο Moore, όντως γιγαντώθηκε στο κυκλώπεια φιλόδοξο BIG NUMBERS, που θρυμματίστηκε πιθανότατα υπό το βάρος των προσδοκιών του από έναν άλλο καλλιτέχνη που δεν ήταν ο Eddie Campbell και από το ότι είχε μέσα του ένα Voice Of The Fire, ούτως ή άλλως, για να διπλώσει οριγκαμικά το χρόνο και να κονιορτοποιήσει με όρους ψυχογεωγραφίας το Northampton, προκειμένου, εν τέλει, να το αποδεχτεί ως βάση και προέκταση (σε καυγά έξω από pub, ακούγεται η ατάκα “he called Sartre a tosser”) του ψυχισμού του. To BOJEFFRIES βαραίνει από το ασύστολο namedropping σε φιλοσοφικές έννοιες , θεατρικά έργα και θραύσματα της εσωτερικευμένης εκδοχής του για την εφήμερη φύση της ποπ κουλτούρας. Το γεφύρωμα, όμως, υψηλών ιδεών με ένα ήθος εργατικής τάξης σαν συνδετικό ιστό ανάμεσα στις φιλοδοξίες του και την πραγματικότητα, εδώ λειτουργεί υποδειγματικά. Κατ’ αρχάς, καταφέρνει να αλείψει σε εγκεφαλικά τοιχώματα, γνησίως μαρμελαδίσια αστεία γραφή. Το χιούμορ του, πάντα βεβαρημένο από το στίγμα του παρείσακτου που παρατηρεί την πραγματικότητα με θυμηδία, εδώ είναι πιο ζεστό και απενοχοποιημένο. Η θεατρικότητα και o στόμφος του V FOR VENDETTA, λείπουν, καθώς και η ταντρικά υπολογισμένη τελειότητα του γδούπου της αλληλουχίας των panels του FROM HELL. Αντ’ αυτών, έχουμε μικρές αυτοβιογραφικές πινελιές που αναδύονται με φυσαλίδες μελαγχολίας διάσπαρτα στις ιστορίες του BOJEFFRIES (καθεμία εξ’αυτών των ραψωδιών έχει ως επίκεντρο ένα διαφορετικό μέλος της οικογένειας). Από την έλλειψη μητρικής φιγούρας και την γοητευτικά παραιτημένη φιγούρα του πατέρα, έως και την ατάκα/παρελθοντικό απόηχο για τον ίδιο, δια στόματος Ginda Bojeffries, στο λιμπρέτο του “Song of the Terraces” (“clean six hundred toilets neatly, though he’s missed the bowl completely”), ο Moore συνθέτει το έπος μιας οικογένειας που ορθώνει νωχελικά ανάστημα απέναντι στη ρουτίνα και την αποπνικτική μετριότητα της ύπαρξης στην Βρετανική επαρχία.

Στο BOJEFFRIES, ακροβατεί τέλεια ανάμεσα στην αγάπη του για τη φόρμα και την πρεμούρα του να την διατρήσει. Νυχοπατεί στο ναρκοπέδιο ονείρων και νευρώσεων που αποτέλεσε την παιδική του ηλικία και πραγματικότητά του και αναδύεται νικητής. ‘Οπως ο μικρός γιος της οικογένειας Bojeffries, o Μoore εστιάζει με τον μεγεθυντικό φακό της γραφής του καίγοντας εγκεφαλικούς υμένες και διαρρηγνύοντας πέπλα μετριότητας, υπερθεματίζοντας με τα προαναφερθέντα, υπαρξιστικής νηνεμίας punchlines. H φαντασία του επιτίθεται με εφηβικό πάθος στη μετριότητα και στην αιμομικτικά επιβεβλημένη τυπολατρεία. Η δική του κραυγή αγωνίας είναι μια sci-fi υπαρξιακή σαπουνόπερα. O θρίαμβός του είναι ότι καταφέρνει να πάρει το εξαιρετικά τετριμμένο (σεξουαλική καταπίεση, ταξικός ρατσισμός) και να το μετατρέψει σε βαγκνερικής υφής παιάνα. Τα κλεισίματά του, μεγαλειωδώς ανθρώπινα, αποτελούν μία εκ των ενδείξεων που τον προσγείωσαν σε έναν καναπέ, στο σπίτι του στο Νοrthampton, για να ατενίσει από εκεί τον κόσμο και αναπολώντας το πότε ήταν μικρός “χωρίς ποτέ να έχει ούτε χαραγματιά στην καρδιά του”.

As a familiar and unpleasant weight rolled on top of her, England lay back, closed her eyes and thought about sex.

(Βασίλης Σάκκος)

Εδώ θα βρείτε συγκεντρωμένα τα κείμενα που πλαισιώνουν το αφιέρωμα στο έργο του Alan Moore, με τα υπόλοιπα 9 comics που ψήφισαν οι συντάκτες του comicdom.gr στη λίστα με τις κορυφαίες δημιουργίες του Βρετανού συγγραφέα.