Από Το Φωτοτυπικό Στην Πρέσσα, Μέρος 2ο: Εκδοτικές

Όσοι παρακολουθούν τα posts μου, θα έχουν παρατηρήσει σαφώς, ότι συχνά-πυκνά αναφέρομαι στην οικονομική κρίση που μας δέρνει το τελευταίο διάστημα. Χρησιμοποιώ το ρήμα “δέρνω” όχι τυχαία, αλλά επειδή, αφενός η κρίση στο δικό μας χωριό οφείλεται σε ένα μεγάλο ποσοστό στο άλλο που μας δέρνει συνήθως και αφετέρου γιατί αφότου μας επισκέφτηκε, πρώτα μας έκανε μια μικρή επίδειξη του τι συμβαίνει την πρώτη νύχτα του γάμου και μετά μας έδειρε. Το ματωμένο σεντόνι που αποδεικνύει την παρθενιά μας στις διεθνείς αγορές, έχει κρεμαστεί από κάποιο γερανοφόρο όχημα στην εθνική και κατά την παράδοση, όλοι εμείς μαζευτήκαμε να φάμε κόκορα κρασάτο, που όλως τυχαίως μαγείρεψε η οικοδέσποινα. Αν δεν θυμάστε το τραπέζι, μην ανησυχείτε, δεν είναι τίποτα. Μάλλον από το πολύ φαΐ έχετε πάθει μερική αμνησία. Πάλι καλά που κάποιοι γενναίοι βγαίνουν στην τηλεόραση και λένε αλήθειες κι έτσι, ακόμα κι αν είχατε ξεχάσει ότι κι εσείς τρώγατε μέχρι σκασμού, τώρα ξέρετε τι πραγματικά έχει γίνει.

Η αλήθεια δυστυχώς βρίσκεται κάπου στη μέση κι αν διακρίνατε μια πικρία στην παραπάνω παράγραφο, μάλλον είναι γιατί στον κόκορα είχαν βάλει και δαφνόφυλλα, και πιθανότατα στην δική μου μερίδα έτυχαν μόνο τέτοια. Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω πώς η Πυθία μπορούσε και τα μάσαγε συνεχώς, εγώ θυμάμαι ότι όταν τα έβαζε η γιαγιά μου στις φακές, ήταν πολύ πικρά. Ίσως φταίω εγώ που δεν έχω εκπαιδευτεί κατάλληλα στο μάσημα δαφνόφυλλων κι έτσι ούτε κανά χρησμό της προκοπής έχω να σας δώσω κι έχω μείνει και με την πίκρα στο στόμα. Φαντάζομαι όμως ότι δεν είμαι μόνος μου, έτσι δεν είναι; Υπάρχουν κι άλλοι που ούτε το τραπέζι θυμούνται, ούτε χορτάτοι νιώθουν, ούτε χρησμό μπορούν να δώσουν. Κι εσείς που διαβάζετε τώρα κάπως έτσι δεν είστε;

Ορισμένοι οικονομολόγοι, υποστηρίζουν ότι οι κρίσεις φέρνουν ευκαιρίες κι εγώ μη έχοντας τις οικονομικές γνώσεις να το αντικρούσω ή να το επιβεβαιώσω, μπορώ μόνο να προσπαθήσω να το αναλύσω λογικά και να πω ότι μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Στον δικό μας τομέα – αυτό το δικό μας δεν είναι πολύ sic; Συλλογική ευθύνη κι έτσι – τα πράγματα είναι ιδιαιτέρως δύσκολα. Δεν θέλει μεταπτυχιακό στα οικονομικά για να καταλάβει κανείς ότι ένα από τα πρώτα έξοδα που θεωρούνται περιττά σε εποχές στενότητας είναι τα comics και είμαι σίγουρος ότι και από εσάς, πολλοί έχετε μειώσει το ποσό που δαπανούσατε μηνιαίως για αυτά. Αντιστοίχως, οι εκδοτικές εταιρείες, είναι περισσότερο επιλεκτικές στο τι εκδίδουν, πολλές μικρότερες αναγκάζονται να αναστείλουν τη λειτουργία τους ή να κλείσουν και γενικά όλο το πράγμα φαίνεται να έχει μπει σε φάση συντήρησης, μέχρι να βελτιωθεί η κατάσταση.

Εδώ στο μικρό Γαλατικό χωριό, που όταν οι κουτόφραγκοι έτρωγαν βαλανίδια εμείς είχαμε χοληστερίνη, αυτό το “να βελτιωθεί η κατάσταση” θα αργήσει λίγο περισσότερο. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι έχουν σταματήσει να εκδίδονται ελληνικά comics ή ότι οι νέοι δημιουργοί είναι καταδικασμένοι να μην υλοποιήσουν ποτέ το όνειρό τους. Οι επιλογές μπορεί να είναι περιορισμένες, αλλά υπάρχουν, και από σήμερα θα αρχίσουμε να βλέπουμε κάποιες από αυτές.

Την προηγούμενη εβδομάδα, σας μίλησα για ένα πολύ φιλόδοξο project, το VIRTUOSO. Το να στείλεις ένα τεύχος στο τυπογραφείο δεν είναι καθόλου φιλόδοξο από μόνο του, θα συμφωνήσω σε αυτό, αλλά εδώ μιλάμε για κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Αν θυμάστε, οι δημιουργοί του VIRTUOSO πριν καλά-καλά ολοκληρώσουν το πρώτο τεύχος, μιλάνε ήδη για καινούργια σχέδια, τα οποία περιλαμβάνουν από ρούχα μέχρι role playing games. Αυτό, νομίζω όλοι θα συμφωνήσετε, είναι αρκετά φιλόδοξο. Παρόλα αυτά, το ξεκίνημα ήταν ιδιαίτερα απλό: Ζήτησαν από την κοινότητα να τους πιστέψει και να βοηθήσει με ένα ορισμένο χρηματικό ποσό την προσπάθειά τους. Το ποσό αυτό, το μόνο που θα έκανε, θα ήταν να βάλει σε κίνηση τα γρανάζια που θα έδιναν ώθηση σε αυτό που είχαν ονειρευτεί. Ο τρόπος που επέλεξαν να κινηθούν, φαντάζει περίεργος για τα δικά μας δεδομένα. Στο μυαλό πολλών, η ορθή κίνηση θα ήταν να απευθυνθούν σε κάποια εκδοτική εταιρεία, η οποία αν έκρινε ότι το VIRTUOSO άξιζε να εκδοθεί, θα το εξέδιδε και οι δημιουργοί θα απολάμβαναν τους καρπούς των κόπων τους, σωστά;

Περίπου σωστά. Ναι, ενδεχομένως μια εκδοτική εταιρεία δεν θα είχε πρόβλημα να εκδώσει το VIRTUOSO, αλλά τότε θα είχαμε απλά ένα ακόμα comic και όχι αυτό που είχαν στο μυαλό τους οι δημιουργοί. Βάζοντας τα πράγματα κάτω, συνυπολογίζοντας ένα σωρό διαφορετικούς παράγοντες, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να κινηθούν μόνοι τους και ότι μια εκδοτική εταιρεία δε θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει το αποτέλεσμα που επιθυμούσαν. Παρομοίως, κάθε ένας δημιουργός, θα πρέπει να μπει σε μια τέτοια διαδικασία σκέψης, για το τι τελικά θέλει να κάνει και ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να το κάνει αυτό.

Το κυριότερο ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσει κάποιος, ο οποίος έχει κάνει ή θέλει να κάνει ένα comic, είναι το αν θα το εκδώσει μόνος του, ή θα απευθυνθεί σε κάποια εκδοτική εταιρεία. Κατά την άποψη του γραφόντως, δεν υπάρχει σωστή απάντηση σε αυτή την ερώτηση, καθώς το πώς θέλει κανείς να χειριστεί το έργο του, είναι κάτι σαφώς υποκειμενικό και εξαρτάται από το που προσβλέπει κάθε δημιουργός. Η επιλογή του εκδοτικού οίκου, την οποία θα εξετάσουμε σήμερα, μπορεί λοιπόν να είναι για πολλούς η προφανής οδός, αλλά σίγουρα δεν είναι η μόνη.

Πριν συνεχίσω, πρέπει να σας πω ότι στο Comicart υπάρχει ένα παλιό thread με αυτούς ακριβώς τους προβληματισμούς. Αν είναι, δηλαδή, καλύτερη επιλογή η αυτοέκδοση ή ο εκδοτικός οίκος και θα πρότεινα να του ρίξετε μια ματιά. Μπορεί να έχουν περάσει κάποια χρόνια από τότε, οι απόψεις όμως που διατυπώνονται εκεί, είναι πολύ χρήσιμες για όλους όσους επιθυμείτε να εκδώσετε τη δουλειά σας.

Δυο περιπτώσεις υπάρχουν όταν απευθύνεται κανείς σε κάποιον εκδοτικό οίκο: Είτε έχει τη δουλειά του τελειωμένη είτε όχι. Η πιο συνηθισμένη περίπτωση, τουλάχιστον στην Ελλάδα, είναι η πρώτη. Σημειώστε ότι, όταν λέω τελειωμένη, συμπεριλαμβάνω και τις περιπτώσεις που βρίσκεται στα τελικά στάδια, με μόνο κάποιες μικρο-λεπτομέρειες να λείπουν. Η δεύτερη περίπτωση, αφορά μάλλον σε εξαιρέσεις. Αν κάναμε μια αναγωγή στον κόσμο των επιχειρήσεων, είναι σα να πάει κάποιος με μια ιδέα στην τράπεζα και να ζητάει χρηματοδότηση προκειμένου να την υλοποιήσει. Έτσι λοιπόν, θα μπορούσε κανείς να πάει σε κάποιον εκδοτικό οίκο με μια ιδέα για την δουλειά του, λίγες σελίδες για δείγμα, σχέδια χαρακτήρων κλπ, έτσι ώστε να εξασφαλίσει το ενδιαφέρον του εκδότη και κατ’ επέκταση να σιγουρέψει την έκδοση.

Ειδικά στην περίπτωση που σε όλη αυτή την ιστορία, περιλαμβάνεται και κάποια προκαταβολή (όπως συμβαίνει με τα βιβλία), τα πλεονεκτήματα είναι μάλλον προφανή. Ο καλλιτέχνης συνεχίζει την δουλειά του με σαφώς λιγότερο άγχος, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα εκδοθεί, ενώ ο εκδότης έχει εξασφαλίσει ότι δεν θα εμφανιστεί ξαφνικά κάποιος ανταγωνιστής να του “φάει τη δουλειά”. Παράλληλα, δεδομένου ότι θα τεθούν ορισμένες ημερομηνίες, θα αναλάβει ο εκδοτικός το time management του δημιουργού, κάτι που σε πολλές περιπτώσεις μάλλον καλό είναι.

Μπορώ να σκεφτώ πολλούς λόγους για τους οποίους αυτό που συμβαίνει συνήθως είναι να απευθύνεται κανείς με τελειωμένη τη δουλειά του σε έναν εκδοτικό και είμαι σίγουρος πως κι εσείς μπορείτε να σκεφτείτε άλλους τόσους. Από τη στιγμή πάντως που κάποιος θα περάσει την πόρτα ενός εκδοτικού οίκου, τα πράγματα είναι μάλλον απλά: Αν στον εκδότη αρέσει αυτό που θα δει και αν στον δημιουργό αρέσει αυτό που θα ακούσει σχετικά με τα χρήματα που θα έχει να λαμβάνει, από εκεί και πέρα δεν μένουν παρά λεπτομέρειες που πρέπει να κανονιστούν.

Τα πλεονεκτήματα που έχει ένας εκδοτικός οίκος είναι το εξής ένα: Το μόνο που έχει να κάνει κάποιος, είναι να αφοσιωθεί στην τέχνη του. Δεν χρειάζεται να ασχοληθεί με τίποτα άλλο πέρα από το να τελειώσει τη δουλειά του. Το τυπογραφείο, η διανομή και η προώθηση του τελικού προϊόντος, είναι δουλειά του εκδοτικού οίκου. Αν ρωτήσετε κάποιον που έχει ασχοληθεί με την αυτοέκδοση, είμαι σίγουρος ότι μπορεί να σας λέει ατελείωτες ιστορίες για τα όσα έχει τραβήξει προκειμένου το έργο του να βρει τον δρόμο του προς το ράφι, ενώ σε πολλές περιπτώσεις, δεν τον βρίσκει.

Από την άλλη, τα μειονεκτήματα είναι επίσης προφανή: Ο δημιουργός θα πάρει ένα ποσοστό μόνο από αυτά που θα έπαιρνε αν είχε εκδώσει ο ίδιος την δουλειά του. Τα μαθηματικά που μπορούν να γίνουν εδώ είναι πολλά. Έχει να κάνει με το τι είναι αυτό που εκδίδεται, σε πόσα αντίτυπα εκδίδεται, που διανέμεται και ένα σωρό άλλους παράγοντες που θα επηρεάσουν το τι τελικά θα μπει στην τσέπη του καλλιτέχνη. Από τη μία, εκδίδοντας κανείς μόνος του το έργο του, καρπώνεται οτιδήποτε πέρα από το κόστος της έκδοσης, αλλά θεωρητικά ένας εκδοτικός πρώτον μπορεί να υποστηρίξει μεγαλύτερο τιράζ και δεύτερον έχει πρόσβαση σε μέρη που ο αυτοεδιδόμενος δεν έχει, άρα μπορεί να πουλήσει περισσότερα κομμάτια.

Πραγματικά δεν έχει πολύ νόημα να αναλωθούμε σε υποθέσεις. Κάποιος μπορεί να φέρει παραδείγματα που μια αυτοέκδοση έγινε επιτυχία (για τα ελληνικά δεδομένα πάντα), ενώ άλλος θα συνεχίζει να υποστηρίζει ότι ο εκδοτικός οίκος είναι μονόδρομος και αυτό θα συνεχίζεται αιωνίως. Αυτό που έχει νόημα να δούμε, είναι το τι λένε οι ίδιες οι εκδοτικές εταιρείες, πώς αποφασίζουν για το τι θα εκδώσουν, πότε απορρίπτουν κάτι, πόσο τις έχει επηρεάσει η κρίση και διάφορα τέτοια ερωτήματα που είναι πολύ ενδιαφέροντα. Μείνετε λοιπόν μαζί μας, γιατί την επόμενη εβδομάδα φιλοξενούμε τον Ανδρέα Πεφάνη από τις Εκδόσεις Comicworld και τον Λευτέρη Σταυριανό από την Jemma Press, οι οποίοι θα μας λύσουν πολλές από τις απορίες που ενδεχωμένως έχουμε.

Αυτό που θα ήθελα, είναι η μαρτυρία κάποιου που να έχει απευθυνθεί σε κάποιον εκδοτικό χωρίς να έχει ολοκληρώσει τη δουλειά του και τελικά να εκδόθηκε. Θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον να μάθουμε πώς λειτούργησε μια τέτοια συνεργασία. Αν λοιπόν κάποιος από τους αναγνώστες το έχει κάνει αυτό, πολύ θα χαρώ να επικοινωνήσει μαζί μου, ώστε να συμπεριλάβω και αυτή την πλευρά σε επόμενο άρθρο.