INTERVIEW CORNER #20: Eddie Campbell

Ελληνικά

Τί μπορώ να γράψω για καλλιτέχνες που μοιάζουν να έχουν κάνει τα πάντα στη βιομηχανία των comics; Αν έχουν μοιράσει φωτοτυπίες με τα έργα τους στο ξεκίνημα της καριέρας τους, έχουν εκδώσει αυτοβιογραφικές ιστορίες, έχουν συνεργαστεί με ιερά τέρατα του Μέσου, έχουν αφήσει τη σφραγίδα τους σε κάποια από τα καλύτερα comics όλων των εποχών, έχουν ανοίξει δικό τους imprint, έχουν δει έργο τους να γίνεται ταινία, αλλά και να απαγορεύεται λόγω ασέμνου περιεχομένου, έχουν πειραματιστεί και έχουν παίξει με τις φόρμες και τα περιθώρια, πώς μπορώ να τους προλογίσω με καθημερινές λέξεις; Από τη μία, δεν είναι και πολλοί οι καλλιτέχνες που έχουν καταφέρει κάτι τέτοιο – και ελάχιστοι από αυτούς δεν έχουν επαναπαυτεί στις δάφνες τους, συνεχίζοντας να μας εκπλήσσουν με κάθε τους δουλειά. Από την άλλη, όμως, αυτή η σπανιότητα είναι που με κάνει να έχω ήδη αλλάξει αυτή την εισαγωγή δύο φορές και να πηγαίνω ολοταχώς για τρίτη.

Σε αυτή την (απελπιστικά δύσκολη ως προς την περιγραφή) κατηγορία ανήκει ο καλεσμένος αυτής της εβδομάδας, ο Eddie Campbell, με τον οποίο κατάφερα να επικοινωνήσω χάρη στην πολύτιμη βοήθεια της Λήδας Τσενέ. Ο Campbell ανήκει στην παλαιά, μάλλον, φρουρά των δημιουργών και στην πολυετή καριέρα του (ξεκίνησε κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’70), έχει πετύχει πολλά.

Τα πρώτα comics του είχαν τη μορφή φωτοτυπίας και πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να δει το αυτοβιογραφικό ALEC -αρχικά σε συνέχειες στο ESCAPE MAGAZINE και έπειτα σε collected edition- να εκδίδεται κανονικά. Το ALEC συνέχισε να εκδίδεται, κατά καιρούς, με νέα κεφάλαια και ολοκληρώθηκε το 2002 (και πέρσι κυκλοφόρησε ολόκληρο από την Top Shelf, με τον τίτλο ALEC: THE YEARS HAVE PANTS).

Ακολούθησε η γνωριμία του με τον Alan Moore και η συνεργασία τους σε ένα από τα comics που θεωρείται από τα καλύτερα του Μέσου: το FROM HELL (το οποίο αναδείχθηκε το καλύτερο comic του Moore στο αφιέρωμα που κάναμε στο γενειοφόρο συγγραφέα). Αλλάζοντας εντελώς ύφος, ο Campbell ασχολήθηκε όχι με την ίδια του την καθημερινότητα, αλλά με ψυχοπαθείς δολοφόνους και μυστικιστικές θεωρίες. Στο ενδιάμεσο, είχε παρεμβληθεί το BACCHUS, ένα ακόμη comic που, όπως το ALEC, ολοκληρώθηκε μετά από αρκετά χρόνια, από το προσωπικό imprint του Campbell.

Στα παραπάνω, το σχέδιο του Campbell ήταν αυτό που έδινε μια όψη ξεχωριστή και φαινομενικά ακατέργαστη. Πίσω από κάθε panel, όμως, κρύβονταν πολλά περισσότερα. Αυτό έχει αποδείξει κι ο ίδιος με τους πειραματισμούς, όχι μόνο στα comics του, αλλά και στην καριέρα του. Από τη μία, βρίσκονται οι πιο mainstream δουλειές του, ένα μικρό run στο HELLBLAZER, καθώς και το one-shot BATMAN: THE ORDER OF BEASTS και το limited CAPTAIN AMERICA: HOMELAND και από την άλλη, το πλέον πειραματικό comic του, THE FATE OF THE ARTIST, το οποίο συνδυάζει πρόζα, φωτογραφία και σχέδιο.

Και, φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε τα THE AMAZING, REMARKABLE MONSIEUR LEOTARD, THE BLACK DIAMOND DETECTIVE AGENCY και THE PLAYWRIGHT, τρία ακόμη comics του, που, με τον τρόπο τους, καταφέρνουν να ξεχωρίσουν ανάμεσα στα χιλιάδες comics που κυκλοφορούν εκεί έξω.

Κάπου εδώ, όμως, πρέπει να ξεμπερδεύω με μια εισαγωγή που ποτέ δε θα καταφέρω να κάνω όσο καλή θα ήθελα και να σας παραπέμψω σε όσα λέει ο καλεσμένος αυτής της εβδομάδας, ο Eddie Campbell:

Ποιες είναι οι κυριότερες επιρροές στα έργα σου (τόσο από καλλιτεχνική, όσο και από προσωπική άποψη);

Τα comic strips των παλιών εφημερίδων, όπως το STEVE CANYON του Caniff και το DOONESBURY του Trudeau, αν και το DOONESBURY δεν ήταν βέβαια παλιό όταν ξεκινούσα. Άλλο ένα αγαπημένο μου είναι το ON STAGE της Mary Perkins, χαίρομαι πολύ που το βλέπω να επανακυκλοφορεί επιτέλους. Τα comics υποσχέθηκαν τόσο πολλά, αλλά απέτυχαν να εκπληρώσουν αυτές τις υποσχέσεις. Στις αρχές των 70s, τα τέρατα κατέληξαν να είναι “in”, έτσι όλοι παρουσίαζαν ένα τέρας. Για παράδειγμα, ο Spider-Man πολεμούσε έναν βρικόλακα και ο Beast των X-Men πήρε μία τερατώδη μορφή, η οποία και επικράτησε τελικά στο comic. Όταν είδα ότι όλοι οι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν την ίδια συνταγή, αποφάσισα πως είχα ξεπεράσει αυτήν την ανοησία και άρχισα να ψάχνω αλλού, έτσι, το ενδιαφέρον μου στράφηκε προς τα strips των παλιών εφημερίδων. Έψαξα την ιστορία τους και ανακάλυψα ότι τα strips ήταν πολύ πιο ενδιαφέροντα από τα βιβλία comics. Αλλά και αυτά απέτυχαν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις που είχαν δώσει. Υπήρχαν τόσο πολλά πράγματα που έπρεπε να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις της αγοράς. Στις σαπουνόπερες, για παράδειγμα, που ήταν το κυρίαρχο είδος στα τέλη των 60s, η μόδα στα strips ήθελε τους πρωταγωνιστές να παντρεύονται. Μέσα σε έναν χρόνο, ο Buz Sawyer, ο Steve Canyon και η Juliet Jones – όλοι τους – είχαν παντρευτεί. Δέκα χρόνια αργότερα, οι πωλήσεις όλων των strips που έβγαιναν σε συνέχειες έπεφταν γενικά, και έτσι όλοι προσπαθούσαν απεγνωσμένα να ξεφορτωθούν τους/τις συζύγους τους, όμως το έκαναν συνεχώς με τον ίδιο τρόπο. Αυτός ή αυτή θα έπεφτε θύμα απαγωγής ή θα εξαφανιζόταν μυστηριωδώς. Ακολουθούσε μία περιπέτεια, όπου ο ήρωας ή η ηρωίδα προσπαθούσε να λύσει το μυστήριο, αλλά δεν κατέληγε πουθενά. Έτσι, συνέχιζαν στην επόμενη περιπέτεια. Αργότερα, ανακάλυπταν ένα στοιχείο που ανανέωνε την ιστορία, όμως, αυτό απλώς τους οδηγούσε σε κάποια άσχετη περιπέτεια. Για άλλη μία φορά ήταν τόσο προφανές ότι οι cartoonists χρησιμοποιούσαν την ίδια συνταγή, η οποία φυσικά κατέστρεφε την αποδοχή του φανταστικού εκ μέρους μου, στοιχείο άκρως απαραίτητο στην σχέση του αφηγητή με το κοινό του. Τα strips είχαν γίνει πλέον a-gag-a-day, τίποτα που να σε ενθουσιάζει ιδιαίτερα. Γενικά είναι δύσκολο να φανταστείς ότι κάποιος θα μπορούσε να αντιληφθεί τα σύγχρονα strips ως Tέχνη οποιασδήποτε μορφής. Έτσι, στηρίχτηκα στις δικές μου ικανότητες και προσπάθησα να κάνω τα comics τόσο ενδιαφέροντα, όσο πιστεύω ότι οφείλουν να είναι. Οτιδήποτε φαινόταν ή έμοιαζε βγαλμένο από αυτήν την συνταγή, έπρεπε να απορριφθεί.

Έχει επηρεάσει την προσωπική σου ζωή η απόφασή σου να παρακολουθείται (κατά κάποιον τρόπο) η ζωή σου για τόσο πολλά χρόνια στο ALEC;

Υποθέτω πως ναι, ακόμα και χωρίς να σκέφτομαι ότι η ζωή σου πρέπει να είναι η ιστορία σου και ότι πρέπει να την γράψεις ωραία. Πρέπει να αφηγηθείς στον εαυτό σου αυτήν την ιστορία, η οποία οφείλει να διατηρεί την προσοχή. Τουλάχιστον την δική σου, αν όχι κάποιου άλλου. Φυσικά, όλοι το κάνουμε αυτό, είναι σα να κοιτάμε το φωτογραφικό μας άλμπουμ ή σαν να κόβουμε τη φωτογραφία κάποιου που δεν συμπαθούμε πια ή σαν να λέμε απλώς “έπρεπε να είχα κάνει αυτό αντί για ΄κείνο”, αλλά μπορούμε να το επεκτείνουμε σε μία γενικότερη ιδέα.


Το FROM HELL ήταν μία από τις καλύτερες στιγμές της καριέρας σου. Ποιες ήταν οι δυσκολίες στην εικονογράφηση ενός τέτοιου comic;

Έχει περάσει τόσος πολύς καιρός που δεν τα θυμάμαι και τόσο εύκολα. Δέκα ολόκληρα χρόνια. Φυσικά, δεν θα μπορούσα να ξανακάνω κάτι παρόμοιο. Δεν νομίζω ότι το FROM HELL ήταν η καλύτερη δουλειά μου, ούτε και του Alan. Θα έλεγα ακόμα ότι δεν είναι και ό,τι καλύτερο έχουμε κάνει μαζί. Αντιθέτως, θεωρώ το THE BIRTH CAUL, μέρος του A DISEASE OF LANGUAGE, ως το καλύτερό μας. Όμως, οι πωλήσεις του FROM HELL συνεχίζουν να πηγαίνουν καλά. Μόλις πριν από έναν χρόνο καταφέραμε να το εκδώσουμε στην Ιαπωνία.

Είχες προσπαθήσει να εκδίδεις μόνος σου τα έργα σου, αλλά μόνο για 8 χρόνια περίπου. Ποιοι ήταν οι λόγοι που σε οδήγησαν να ιδρύσεις το δικό σου imprint και γιατί το σταμάτησες;

Ήταν μία από αυτές τις συχνές περιόδους, όπου η κατάσταση στα comics πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο (1994). Οι διανομείς είχαν αρχίσει να μειώνονται σε μεγάλο βαθμό κι έκλεινε ένας κάθε δύο μήνες. Φαντάσου ότι παλιότερα υπήρχαν περίπου 15 διανομείς στην υπηρεσία της αγοράς comics, ενώ τώρα μόνο ένας. Όλοι οι διανομείς ήταν πανικόβλητοι και έτσι ήταν πολύ προτιμότερο να μείνω μακριά τους και να κάνω αυτό που ήθελα. Ακριβώς αυτό έκανα και για οχτώ χρόνια έβγαζα αρκετά (χρήματα). Εκείνη την εποχή, όμως, αν ήθελες να επιβιώσεις ως εκδότης, έπρεπε να έρθεις αντιμέτωπος με την αγορά των βιβλιοπωλείων, και αυτό είναι τελείως διαφορετικό από την αγορά comics. Θα πρέπει να αρχίσεις να δέχεσαι απρόβλεπτες επιστροφές προϊόντων, πράγμα που περιλαμβάνει υψηλό χρηματικό ρίσκο, και δεδομένου ότι δεν τυπώνεις πλέον τόσα βιβλία, όσα έχουν προπαραγγελθεί, θα αρχίσει να μαζεύεται μεγάλο απόθεμα απούλητου στοκ, και έτσι θα πρέπει να έρθεις αντιμέτωπος με τους διανομείς βιβλίων που ειδικεύονται σε αυτόν τον τομέα. Η κατάσταση είχε γίνει πολύ περίπλοκη για έναν καλλιτέχνη/ αυτοδιαχειριζόμενο εκδότη σαν και ‘μένα, που συνήθως πετάει στα σύννεφα και ζει μακριά από τα κέντρα αγορών των ΗΠΑ και της Ευρώπης.

Επίσης, έχεις δουλέψει και για τις μεγάλες mainstream εταιρείες, κάνοντας κάποια τεύχη BATMAN, HELLBLAZER και CAPTAIN AMERICA. Ήταν ωφέλιμη εμπειρία για σένα;

Ποτέ δεν λέω όχι σε προσφορές. Θυμάμαι πώς είναι να μην έχεις καθόλου δουλειά και, επίσης, πάντα υπάρχει κάποιος που την έχει ανάγκη, έτσι, αναλαμβάνω ό,τι είναι διαθέσιμο και αν χρειαστεί ζητάω βοήθεια. Δουλειές είναι μόνο. Τις κάνω και μετά τις ξεχνάω.

Προτιμάς να σχεδιάζεις comics που έχεις γράψει ο ίδιος ή comics κάποιου άλλου συγγραφέα (όπως το FROM HELL και το THE PLAYWRIGHT);

Προσπαθώ πάντα να τελειώνω πρώτα τα δικά μου έργα, αλλά μερικές φορές αναλαμβάνω την ιστορία κάποιου άλλου συγγραφέα για λόγους ποικιλίας. Τώρα, όμως, είμαι πολύ επιλεκτικός, σε σχέση με παλιότερα. Καμιά φορά απορρίπτω διάφορα πράγματα.

Έχω την εντύπωση ότι στα περισσότερα comics σου οι εικόνες αφήνουν μία λίγο διαφορετική “ερμηνεία” από ότι το σενάριο. Είναι δύσκολο να πετύχεις κάτι τέτοιο; Προσφέρει περισσότερα αυτό στον αναγνώστη;

Πολλά από αυτά γίνονται ενστικτωδώς, αλλά επέτρεψέ μου να εξηγήσω. Θα έλεγα κατ΄ αρχάς ότι δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να κάνεις ένα σχέδιο που να απεικονίζει ακριβώς ό,τι γράφει το σενάριο. Μερικές φορές διαβάζω πως αυτό υποτίθεται ότι είναι κακό, αλλά η εικονογράφηση είναι μία πολύ παλιά παράδοση. Πέρα από αυτό, όταν, καμιά φορά, φτάνω στην εικόνα λίγο αφότου έχω γράψει το σενάριο (ή αφού το έχει γράψει άλλος συγγραφέας), συμβαίνει να προκύπτει μία νέα ή επιπλέον ερμηνεία της κατάστασης ή των προθέσεων των χαρακτήρων. Σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητο να εκφράζεις τις πληροφορίες με εικόνες, διότι υπάρχει ένα όριο λέξεων που μπορείς να χρησιμοποιήσεις σε μία σελίδα comic, και εφόσον κάνω όλο το lettering πριν την σχεδίαση, δεν μπορώ να στριμώξω τα γράμματα σε άλλο panel. Αυτό τα κάνει όλα να ακούγονται τυχαία. Θα έλεγα, πάντως, ότι γίνονται ενστικτωδώς. Γνωρίζω εκ των προτέρων ότι αυτό μάλλον θα γίνει από την στιγμή που θα ξεκινήσω, αλλά συνήθως δεν προβλέπω τις λεπτομέρειες όταν διαβάζω το σενάριο. Το θέμα είναι ότι το σχέδιο προσθέτει ένα νέο νοηματικό επίπεδο στο σύνολο.

Το THE FATE OF THE ARTIST ήταν ένα εξαιρετικό παράδειγμα του να ξεπερνάς τα όρια των comics του Μέσου. Πόσο σημαντικό είναι να θέτεις προκλήσεις στον εαυτό σου ως καλλιτέχνη, αλλά και στον αναγνώστη;

Δεν το βλέπω έτσι. Σκέφτομαι ότι όσο προχωράω στη ζωή, η αντίληψή μου για τα πράγματα, αλλά και για αυτά που θέλω να πω, έχει γίνει πιο περίπλοκη. Αν το έργο έχει γίνει πιο περίπλοκο, τόσο για εμένα, όσο και για τον αναγνώστη, αυτό είναι ένα by-product της διαδικασίας. Δεν είναι κάτι που επιδίωξα επί τούτου. Γενικά, παλεύω να παρουσιάσω τα πράγματα πιο απλά και πιο ξεκάθαρα απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα. Για αυτόν τον λόγο, συναντώ ακόμα ανθρώπους που παραβλέπουν τη σημασία όσων έκανα στο THE FATE OF THE ARTIST. Μερικοί ακόμα το παρερμηνεύουν εντελώς.

Το BACCHUS πρόκειται να κυκλοφορήσει ολόκληρο σε δύο μεγάλους τόμους από την Top Shelf. Πότε θα γίνει αυτό και τι θα περιέχουν αυτοί οι δύο τόμοι;

Ο πρώτος τόμος έχει ολοκληρωθεί και είναι ήδη έτοιμος. Όλα εξαρτώνται από το πρόγραμμα της Top Shelf και αυτό εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η αγορά.

Ποια είναι τα σχέδιά σου για το προσεχές μέλλον;

Προς το παρόν δουλεύω πάνω σε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο με θέμα τα χρήματα. Ο τίτλος του είναι LOVELY HORRIBLE STUFF. Είναι πολύ περίπλοκο και έντονο. Επίσης, θα συμμετάσχω σε ένα restaging της εκτέλεσης του Neil Gaiman στο Sydney Opera House τον Αύγουστο, όπου έχω κάνει πολλές χειρόγραφες εικονογραφήσεις. Απλώς προσθέτω νέες εικόνες στον ήδη μεγάλο σωρό. Όλα αυτά με κρατούν απασχολημένο.

[Μετάφραση: Νίκος Ζώτος]

English

What could I possibly write about artists who seem to have done just everything in the comic industry? How could I find everyday words to introduce people who have handed out copies of their work at the beginning of their career, published autobiographical stories, cooperated with the most important people and companies of the Medium, left their personal mark on some of the greatest comics of all times, started their own imprint, have seen their work being filmed, but also being banned for lewd content and finally have been experimenting and improvising on forms and margins? On the one hand, quite a few artists have made an achievement like that – and even fewer have not rested on their laurels and continue surprising us with each of their works. But on the other hand, it is that rarity that has made me change this introduction twice already and thinking of changing it once more.

This week’s guest, Eddie Campbell, whom I managed to contact with the invaluable help of Lida Tsene, belongs to this category (which is extremely difficult to describe). Campbell is probably one of those old artists and has achieved so many in his long career (that actually began around the late 70’s).

His first comics were in form of photocopies and it took several years for the autobiographical ALEC to be properly published – initially serialized in the ESCAPE MAGAZINE and later in a collected edition. ALEC continued being published with new chapters from time to time and it was finalized in 2002 (last year it was released as a whole with the title ALEC: THE YEARS HAVE PANTS, by Top Shelf).

Later came his acquaintance with Alan Moore and their cooperation on a comic that is considered one of the best of the comics Medium: FROM HELL (in the tribute we did for the bearded author, it was appointed Moore’s best comic). In that comic, Campbell changed his style completely and dealt with psychopath murderers and mystic theories, instead of his own everyday life. In the meantime, yet another comic, BACCHUS had come up, that like ALEC, was finalized after several years and published from Campbell’s personal imprint.

In the above, it was Campbell’s drawing that gave a distinctive and seemingly rough aspect to the comic. But so much more was hidden behind every panel. And that was proven by the experimentations he made, not only in his comics, but also in his career. On the one hand, there are his most mainstream works, a small run in HELLBLAZER, the one-shot BATMAN: THE ORDER OF BEASTS and the limited CAPTAIN AMERICA: HOMELAND and on the other, his most experimental comic, THE FATE OF THE ARTIST, which combines prose, photography and drawing.

And, of course, we must not forget three more of his comics: THE AMAZING, REMARKABLE MONSIEUR LEOTARD, THE BLACK DIAMOND DETECTIVE AGENCY and THE PLAYWRIGHT, that in their own way, managed to stand out from thousands of other comics that are out there.

At this point, however, I have to sort this introduction out and admit that I’ll never be able to make it as good as I’d like to and refer you to what this week’s guest, Eddie Campbell, has to say:

What were the main influences (both from an artistic and personal plane) in your work?

The old newspaper comic strips, Like Caniff’s STEVE CANYON and Trudeau’s DOONESBURY, though of course DOONESBURY wasn’t old at the time when I was starting out. Mary Perkins’ ON STAGE was another favourite and I’m so pleased to see it being reprinted at last. Comic books had promised so much but failed to deliver. It was the early seventies and monsters were found to be “in” so everybody was introducing a monster. For instance, Spider-Man fought a vampire, and the Beast in the X-MEN was converted into a monstrous version of himself, which is the version that prevails. When I realized all these writers were using the same book of formulae, I decided I had outgrown this baloney and I looked elsewhere and found myself interested in the old newspaper strips. I delved back into the history of that and found that to be so much more interesting than comic books. But then that failed to live up to its promise too. So many things had to be bent to the requirements of the marketplace. Like for instance, soap opera was the big thing in the late sixties and there was a fashion in the strips for the lead characters to get married. Within a year you had Buz Sawyer, Steve Canyon and Juliet Jones all acquiring a spouse. Ten years later the continuity strips were all losing income, right across the board, so in desperation they tried getting rid of the spouses, but they invariably all did it in the same way. She or he would be kidnapped, or just mysteriously disappear. There would be an adventure where the hero or heroine tried to solve the mystery but could get nowhere. Then they got on with the next adventure. Later there would be a clue that would refresh the trail, but that would just lead to an unrelated adventure. Once again it was so obvious that all these cartoonists were working from the same book of formulae, which naturally crushed my willing suspension of disbelief, which is a crucial necessity to the contract between story teller and his audience. The strips now are mostly gag-a-day and nothing to get excited about. In fact it’s difficult to imagine that anybody could think of the modern day strip as art of any sort. So I was left to my own devices to try to make comics as interesting as I thought they ought to be. Anything that looked or sounded like it came out of the book of formulae had to be thrown out.

Has the decision of (in a way) keeping track of your life in ALEC for so many years affected your personal life?

I guess so but even without that I was thinking that your life should be your story, and you should craft it well. You should tell it to yourself and it should be capable of holding attention. Your own if nobody else’s. Of course, we all do this, like when we look through our photo album, or when we cut somebody out of it that we no longer like, or when we just say “i should have done this instead of that”, but we can expand that to a bigger idea.


FROM HELL is one of the high points in your career. What were the main challenges in illustrating such a comic?

It’s such a long time ago now that it doesn’t come easily to mind any more. Ten years. I certainly couldn’t face doing something like that again. I don’t think it’s my best work, nor is it Alan’s best. I would even say that it’s not the best thing we’ve done together. That would be THE BIRTH CAUL, which is contained in A DISEASE OF LANGUAGE. But FROM HELL keeps on selling. We finally got it published in Japan only about a year ago.

You have tried self-publishing but only for about 8 years. What were the reasons that pushed you to start your own imprint and what made you end it?

It was one of those regularly occurring periods in comics where everything was going from bad to worse (1994). Distributors were going out of business at the rate of one every two months. It’s hard to believe there used to be about 15 distributors servicing the comics market and now there’s only one. All the publishers were in a panic and really it was easier to just keep out of their way and do my own thing. That’s what I did and I made a good living for eight years. By that time it had become necessary, in order to survive as a publisher, to deal with the bookstore market, and that’s a very different thing from the comic book market. You have to start accepting unpredictable returns of product, which involves a high degree of monetary risk, and since you’re no longer printing more or less the numbers that have been pre-ordered, you have a build-up of unsold stock so you have to start remaindering books, and dealing with the book distributors who specialize in that area. It all just got too complicated for an artist/self publisher like me whose head is usually in the clouds, and furthermore, who lives a long distance from the principal markets of the US and Europe.

You have also worked for the big mainstream companies, doing some BATMAN, HELLBLAZER and CAPTAIN AMERICA comics. Has it been a rewarding experience?

I never say no to an offer. I remember what it’s like to have no work, and also there’s always somebody nearby who can use the work, so I take on everything that’s on offer and I get help if I need it. They’re really just jobs. I do them and then forget about them.

Do you prefer illustrating a comic that you have written yourself or one written by some other writer (like FROM HELL or THE PLAYWRIGHT)?

I always have my own work that I’m trying to get done, but it makes for variety to occasionally do somebody else’s story. Nowadays I’m very choosy where I wasn’t before. I turn down stuff.

It seems to me that, in most of your comics (like THE PLAYWRIGHT), the pictures often make slightly different “comments” than the script. Is it difficult to make something like that work? Does it offer more to the reader?

A lot of it is instinctive, but let me explain that. I would say firstly that there’s nothing wrong with doing a drawing which is simply depicting exactly what is said in the words. I sometimes read where that is supposed to be a bad thing, but illustration is a grand old tradition. Over and above that, sometimes when I come to the picture some time after writing the script (or somebody else having written it), it may happen that a new or additional interpretation of the situation or intentions of the characters occurs to me. At that stage it becomes necessary to convey the information pictorially, because there’s a limit on the number of words you can use on a comics page, and since I do all the lettering in advance of the drawing, I can’t just squeeze in another panel. This makes it all sound a bit accidental. I would say actually it’s instinctive. I know in advance that these things are likely to happen once I get started, but I don’t usually foresee the details at the script stage. The bottom line is that the art adds a new layer of meaning to the whole thing.

THE FATE OF THE ARTIST was an excellent specimen of pushing the boundaries of the comics Medium. How important is to challenge yourself as an artist but also the reader?

I don’t think of it that way. The way I think of it is that as I progress in life my understanding of things becomes more complex and so also the things that I want to say. If the work has become more complicated both for me and the reader, then that’s a by-product of the process. It’s not something I sought out for its own sake. In fact I strive to make things look much simpler and more straightforward than they really are. For this reason I still encounter people who completely overlooked what I was doing with THE FATE OF THE ARTIST. Even a few who missed the point completely.

BACCHUS is slated to be collected in two massive volumes from Top Shelf. When will that be? What will these volumes contain?

The first one is wrapped up and ready to go. It all depends on Top Shelf’s schedule, and that depends on the way the market is going.

What are your plans for the immediate future?

I’m working on a new autobiographical book and the theme of this one is money. It’s titled THE LOVELY HORRIBLE STUFF. It’s very complex and dense. I’m also going to be involved in a re-staging of the performance that Neil Gaiman did at the Sydney Opera House in August for which I made a load of painted illustrations. I’m adding a few new pictures to the pile. It’s all keeping me very busy.

[Translated by Nikos Zotos]