THE LOVELY HORRIBLE STUFF

Writer/Artist: Eddie Campbell
Top Shelf Productions

Spoiler Warning: Το συγκεκριμένο review ενδέχεται να περιέχει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση που διαδραματίζεται στο comic.

Θέλοντας και μη, τα χρήματα αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια στη ζωή μας. Και το παράδοξο είναι ότι ενδιαφέρονται εξίσου και αυτοί που τα κατέχουν και αυτοί που τους λείπουν. Ειδικά εδώ στην Ελλαδίτσα μας, η παράνοια με τα οικονομικά (γιατί, ρε μάνα, δε με πίεσες να εξειδικευτώ στο οικονομικό ρεπορτάζ, να γίνω περιζήτητος τώρα και να κάνω αναλύσεις του αέρα;) έχει φτάσει πλέον στο ζενίθ της. Δε θέλω να αποφασίσω εδώ αν αυτό είναι καλό ή κακό, απλά θα δηλώσω ότι συμβαίνει και θα προχωρήσω παρακάτω.

Τα χρήματα, λοιπόν, είναι κάτι μεταξύ ευλογίας και κατάρας και δεν είσαι πουθενά ασφαλής από αυτά, ακόμη κι αν επιθυμείς να κρυφτείς και να σταματήσεις να παίζεις το παιχνίδι τους. Κάποιος, ίσως, θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η Τέχνη αποτελεί ένα ασφαλές καταφύγιο από την πεζότητα που επιβάλλουν τα χρήματα. Θα κάνει, όμως, λάθος. Γιατί και ο καλλιτέχνης είναι άνθρωπος και ζει μέσα σε αυτόν τον κόσμο που γυρνά χάρη στο χρήμα. Και, όπως το χρήμα κάνει τη γη να γυρίζει, έτσι συμβαίνει και με τις σελίδες του THE LOVELY HORRIBLE STUFF, του νέου graphic novel του Eddie Campbell (ALEC, FROM HELL), το οποίο εξασφαλίσαμε σε review pdf, λίγους μήνες πριν την κυκλοφορία του.

Οι σελίδες του THE LOVELY HORRIBLE STUFF, λοιπόν, γυρνάνε χάρη στο χρήμα, αφού αυτό είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου και το πράγμα που τόσο εύγλωττα περιγράφεται στον τίτλο. Ο Eddie Campbell αφιερώνει ένα ολόκληρο βιβλίο σε αυτό και το αποτέλεσμα είναι περισσότερο ενδιαφέρον, αλλά και πρωτότυπο, απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς.

Το ύφος ολόκληρου του graphic novel δεν ξεφεύγει από αυτό στο οποίο μας έχει συνηθίσει ο δημιουργός. Έντονα αυτοβιογραφικό και πασπαλισμένο με ιστορικές αναφορές, χρήσιμες και μη πληροφορίες γενικού και ειδικού ενδιαφέροντος, αρκετό χιούμορ, αλλά και φαντασιοπληξίες, το THE LOVELY HORRIBLE STUFF πατά σταθερά στα βήματα των ALEC και THE FATE OF THE ARTIST. Τα δύο κεφάλαια που το αποτελούν, αφηγούνται δύο διαφορετικές ιστορίες, οι οποίες, όμως, δένουν κάτω από το πρίσμα του γενικού τίτλου, αλλά και των όσων θέλει να πει ο καλλιτέχνης.

Στο πρώτο, παίρνουμε μια γερή δόση από τις οικονομικές… περιπέτειες του Eddie Campbell και της οικογένειάς του. Στις σελίδες του, οι fans του Campbell θα δουν ικανοποιημένοι και αρκετές άγνωστες ιστορίες, που αφορούν στην καριέρα του καλλιτέχνη και στη βιομηχανία των comics γενικότερα (όπως, για παράδειγμα, την ανάθεση στο δημιουργό του BATMAN: THE ORDER OF BEASTS, για το οποίο, όπως μαθαίνουμε, ήταν αναγκασμένος να ιδρύσει μια εταιρεία, προκειμένου να αναλάβει νομότυπα τη δουλειά). Στη δεύτερη, γινόμαστε μάρτυρες της επίσκεψης του ζεύγους Campbell στο νησί Yap του Ειρηνικού Ωκεανού. Η ιδιαιτερότητα του νησιού αυτού, είναι το γεγονός ότι οι κάτοικοι πραγματοποιούν συναλλαγές και με πέτρινους δίσκους (ονομάζονται rai) αντί χρημάτων και, όπως μπορείτε να μαντέψετε, το δεύτερο κεφάλαιο εξιστορεί όχι τη διαμονή του ζεύγους στο νησί, αλλά τα αποτελέσματα της έρευνας του Campbell για αυτές τις παράδοξες (σήμερα) συναλλαγές.

Σε αυτό το σημείο, πολλοί ίσως αναρωτηθείτε: “Και τι με νοιάζει εμένα που κάποιοι ζουλού στον Ειρηνικό κουβαλάνε πέτρες στις τσέπες τους; Και, στο κάτω-κάτω, τί σχέση έχει αυτό με τον Campbell;”. Σε αυτή την περίπτωση, μάλλον δεν έχετε ξαναδιαβάσει προσωπική δουλειά του Campbell, ώστε να εντοπίσετε τη διακριτική σχέση που έξυπνα εφευρίσκει ο δημιουργός, ανάμεσα σε δύο, φαινομενικά, άσχετα μεταξύ τους θέματα. Ο Campbell επικεντρώνει, όπως είναι φυσικό εξαιτίας της δουλειάς του, στην αξία των πνευματικών έργων, τα οποία αντιπαραβάλλει με τα ίδια τα χρήματα (στη συγκεκριμένη περίπτωση τα rai) – εκλαμβάνοντάς τα ως έργα, κατά κάποιον τρόπο, πνευματικά.

Και όλα τα παραπάνω παρουσιάζονται μέσα από το χαρακτηριστικό πρίσμα του Campbell. Οι προσωπικές αναφορές και το χιούμορ πλανώνται μονίμως πάνω από κάθε panel. Μαζί τους και τα κείμενα του δημιουργού, τα οποία μοιάζουν να αρπάζουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο και να αφήνουν τις εικόνες να αρκεστούν ως συμπλήρωμα, ή ακόμη και ένα μικρό ευχάριστο διάλειμμα μέχρι το επόμενο κείμενο. Οι σκόρπιες εικόνες του, θυμίζουν, σε μεγάλο βαθμό, τα δύο αυτοβιογραφικά έργα που ανέφερα και ολόκληρο το THE LOVELY HORRIBLE STUFF μοιάζει, από πλευράς τεχνοτροπίας, να αποτελεί μια εξελιγμένη εκδοχή της ένωσης αυτών των δύο. Εκεί που το ALEC αποτελούνταν από τραχιά σχέδια και το THE FATE OF THE ARTIST από ένα κολάζ φωτογραφιών, το THE LOVELY HORRIBLE STUFF συνδυάζει και τις δύο τεχνοτροπίες. Σχεδιασμένα panels εναλλάσσονται με φωτογραφίες, αυτούσιες ή σχεδιασμένες από πάνω. Πολλές φορές, μάλιστα, ο Campbell χρησιμοποιεί μια φωτογραφία μόνο για το background της και σχεδιάζει μπροστά τους χαρακτήρες του.

Εδώ, νομίζω, βρίσκεται και η βασικότερη ένστασή μου. Αν και μεγάλος καλλιτέχνης, ο Campbell μου θύμισε, σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου, ένα παιδί με ένα σχετικά πρόσφατο παιχνίδι, το οποίο επιθυμεί να αξιοποιήσει στο έπακρο, αλλά ακόμη δεν είναι σίγουρος για το πώς. Θα ήθελα κάτι πιο κατασταλαγμένο, από έναν καλλιτέχνη του δικού του βεληνεκούς, αλλά ίσως αυτή η εντύπωση του ενθουσιασμού για την τεχνοτροπία που αναπτύσσει, να συμβάλλει στη γοητεία του THE LOVELY HORRIBLE STUFF.

Δε νομίζω ότι χρειάζεται να πω περισσότερα για ένα graphic novel ενδιαφέρον, πειραματικό, αλλά και όχι κατάλληλο για όλους. Αν ανήκετε στην κατηγορία αναγνωστών που απόλαυσε το ιδιαίτερο στιλ των άλλων αυτοβιογραφικών και ημι-αυτοβιογραφικών δουλειών του δημουργού, μη διστάσετε να το αποκτήσετε. Αν όχι, δε θα ποντάρω τα λεφτά μου στο ότι θα σας αρέσει…