Vampirella #1969

Υπόσχεται retro... αλλά δεν είναι!

Η Vampirella είναι ένας χαρακτήρας που ασκεί μια ιδιαίτερα έντονη, όσο και περίεργη, επιρροή πάνω μου. Είναι, βλέπετε, το αρχετυπικό character design, το σχετικά απλό στη βάση του (μολονότι επιδέχεται αρκετές πιο σύνθετες και πολυεπίπεδες ερμηνείες, σε δεύτερη ή τρίτη ανάγνωση) κεντρικό theme/origin, ο εξαιρετικά σπάνιος και ασυνήθιστος (για τα comics, τουλάχιστον) συνδυασμός μεταφυσικού, επιστημονικής φαντασίας και superhero… Όλα αυτά τα στοιχεία με έκαναν fan της ηρωίδας, εδώ και πολλά χρόνια.

Ακόμη και τώρα, που πλέον δεν παρακολουθώ ευβλαβικά τις περιπέτειές της σε μηνιαία βάση, συχνά-πυκνά ξαναγυρίζω για να δω “πώς πάνε τα πράγματα” και να επιβεβαιώσω ότι, μολονότι όλα τριγύρω αλλάζουν, η Vampirella είναι μια από τις σταθερές που κάνουν πιο εύπεπτο τον δύστροπο κόσμο στον οποίο ζούμε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είμαι σίγουρος αν χαίρομαι που το έκανα, γιατί παρ’ όλο που το VAMPIRELLA #1969, τόσο από το εξώφυλλο (homage/παραλλαγή στο κλασικό του Frank Frazetta), όσο και από τον τίτλο του (το 1969 είναι η χρονιά που δημιουργήθηκε ο χαρακτήρας), παραπέμπει σε κάτι ρετρό, αλλά δυστυχώς είναι σχεδόν “ενοχλητικά μοντέρνο” – τουλάχιστον ανά στιγμές.

Από τις πέντε ιστορίες, μόνο οι δύο θυμίζουν τον χαρακτήρα που ξέρω. Το “Magic” – στο οποίο συμπρωταγωνιστεί ο αγαπημένος supporting character, Pendragon – με το στρωτό αλλά γεμάτο ενέργεια σενάριο του Phil Hester και το “semi-old school artwork” του εξαιρετικού Jethro Morales, θα έβρισκε άνετα θέση σε καποιον από τους αγαπημένους τίτλους της ηρωίδας που εξέδιδε η Harris στα 90s, όπως το VENGEANCE OF VAMPIRELLA ή το VAMPIRELLA MONTHLY.

Vampirella_1969_1

Το “Werewolves Of Dixie”, του David F. Walker, ο οποίος αποδεικνύει (τουλάχιστον με βάση όσα βλέπω εδώ, αφού δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει άλλη δουλειά του) ότι είναι ένας από τους καλύτερους συγγραφείς στη χρήση των captions (μια πραγματικά “lost art” των comics!) και της εκπληκτικής Aneke (την οποία, προσωπικά, θεωρώ άνετα μέσα στους 4-5 πιο ενδιαφέροντες σχεδιαστές που δουλεύουν στα mainstream comics αυτή την περίοδο – μολονότι πολύς κόσμος την θάβει!), είναι ένα εξαιρετικό short story, που σέβεται απόλυτα το μύθο και το “κλίμα” της Vampirella, εισάγει έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα νέο χαρακτήρα – την Voodoo priestess Mama Legba – και διαθέτει τις ιδανικές ποσότητες βίας (που όμως δεν είναι υπερβολική), ερωτισμού (που όμως δεν είναι “in your face”) και μυστικιστικών αναφορών (που όμως δεν είναι τόσο obscure ώστε να σε κάνουν να αισθάνεσαι άσχετος!). Ποτέ άλλοτε μια ιστορία που συνδύαζε βρικόλακες, ζόμπι και λυκάνθρωπους, δεν ήταν τόσο ενδιαφέρουσα – τουλάχιστον για μένα, που δεν συμπαθώ ιδιαίτερα κανένα από τα τρία sub-genres.

Οι άλλες τρεις ιστορίες, δυστυχώς, δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά. Υπάρχει το παντελώς άστοχο “’69”, των Nancy Collins και Fritz Casas, το οποίο ανοίγει το τεύχος και οριοθετεί μια νέα, διαφορετική προσέγγιση στην ηρωίδα, που σίγουρα θα ξενίσει τους παλιούς fans και δεν πιστεύω πως έχει σοβαρές ελπίδες να προσελκύσει νέους (συμπαθητικό artwork, πάντως), το αδιάφορο “Mercy’s Lullaby”, των Eric Trautmann και Brett Weldele, που είναι τρομερά “off” για τον χαρακτήρα της Vampirella και μοιάζει με ψευτο-λυρικό αμπελοφιλοσόφημα, και το επιεικώς προσβλητικό “Belzebubs”, των Mark Rahner και Colton Worley, που είναι ένα χαώδες, τραγικά γραμμένο και μέτρια σχεδιασμένο (το “μέτρια” γίνεται “χάλια”, αν συνυπολογίσουμε πόσο αταίριαστο είναι το artwork για την ηρωίδα και τον κόσμο της), το οποίο όχι μόνο χάνει εντελώς το νόημα του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα, αλλά παράλληλα μοιάζει σαν να έχει γραφτεί από κάποιον που διαμόρφωσε την εικόνα του για τα 60s από τις ταινίες του Austin Powers… και παρ’ όλ’ αυτά δεν προσπαθεί να γράψει κωμωδία!

Το VAMPIRELLA #1969 είναι, δυστυχώς, ένα άνισο τεύχος. Τα θετικά του κομμάτια είναι θαυμάσια και μπορούν άνετα να σταθούν επάξια δίπλα σε οποιοδήποτε δείγμα του canon της ηρωίδας, αλλά τα αρνητικά του είναι τόσο μέτρια (ή και κακά) και τόσο “εκτός στόχου”, που αναπόφευκτα παρασύρουν το σύνολο σε πολύ χαμηλότερη ποιοτική κλίμακα, από αυτή που θα μπορούσε να είχε, με λίγο πιο προσεκτικές επιλογές και αποφάσεις.