Από Τον Stan Lee Στον C.B. Cebulski

Η Ιστορία της Marvel μέσα από τους Editors-In-Chief

Όπως ανακοινώθηκε πρόσφατα, ο C.B. Cebulski είναι πλέον ο νέος Editor-In-Chief της Marvel αντικαθιστώντας τον Axel Alonso, ο οποίος είχε αναλάβει τη θέση το 2011. Ο Alonso, αν και έμπειρος editor στη Vertigo και στη συνέχεια στη Marvel, συνέδεσε το όνομα του με μία από τις χειρότερες περιόδους στην ιστορία της εκδοτικής, αφού, κατά την περίοδο της θητείας του, η Marvel είδε τις πωλήσεις της να πέφτουν κατακόρυφα και τους παραδοσιακούς αναγνώστες της να την εγκαταλείπουν. Με αφορμή, λοιπόν, την πρόσφατη αντικατάσταση του Editor-In-Chief, ας κάνουμε μια αναδρομή σε όσους περάσαν από αυτή τη θέση, από τη δεκαετία του 1960 μέχρι και σήμερα.

Όλα ξεκίνησαν στο κτίριο 655 της Madison Avenue, όπου παρ’ όλο που οι απόψεις των Stan Lee και Jack Kirby δεν συμφώνησαν ποτέ όσον αφορά στην ακριβή περιγραφή των γεγονότων), στα μέσα του 1961, οι δυο τους δημιούργησαν ένα 25σέλιδο comic, που θα άλλαζε τη ζωή τους, αλλά και τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, για πάντα. Το FANTASTIC FOUR #1 εξελίχθηκε σε τεράστια επιτυχία και πυροδότησε τη γέννηση μιας ολόκληρης γενιάς φανταστικών ηρώων. Σύντομα, νέοι χαρακτήρες, όπως ο Hulk, ο Thor, ο Iron Man, ο Doctor Strange, ο Spider-Man, οι Ant-Man και Wasp, ο Daredevil, οι X-Men και άλλοι, άρχισαν να εμφανίζονται στα comics της εκδοτικής, ενώ ακολούθησε η επαναφορά διάσημων ηρώων της Golden Age, όπως ο Namor και ο Captain America.

Ο Stan Lee ακολουθούσε μια ιδιαίτερη μέθοδο συγγραφής. Πρώτα συζητούσε με τους σχεδιαστές το τι θα γίνεται περίπου στο τεύχος, στη συνέχεια αυτοί δημιουργούσαν όλο το comic και αυτός ερχόταν στο τέλος και πρόσθετε τους διαλόγους. Η αμφιλεγόμενη “Marvel Method”, όπως έμεινε στην ιστορία, στην ουσία δεν ήταν παρά ο εύκολος τρόπος για τον Lee να προλαβαίνει να γράφει, να ελέγχει και να διορθώνει όλα τα comics της εταιρίας. Η μόνιμη συμβουλή του στους σχεδιαστές, ήταν να προσπαθούν να αντιγράφουν όσο μπορούν περισσότερο το στιλ του Kirby. Όπως εύστοχα είχε παρατηρήσει, κάποια στιγμή, ο Don Heck “o Lee ήθελε ο Kirby να είναι ο Kirby, ο Ditko να είναι ο Ditko και όλοι οι υπόλοιποι να είναι ο Kirby“.

Ο Lee ήταν πραγματικός showman. Εφεύρισκε παρατσούκλια για όλους, βομβάρδιζε τους αναγνώστες με ιστορίες και πληροφορίες για τη ομάδα των εργαζομένων της εταιρίας, την οποία ονόμασε Marvel Bullpen, και, μέσα από τη στήλη Bullpen Bulletins, καλλιεργούσε την αίσθηση πως στα κεντρικά γραφεία της Marvel επικρατεί μια ξέφρενη ατμόσφαιρα. Αυτή η εικόνα μπορεί να μην ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, όμως με αυτόν τον τρόπο, ο Lee  έστηνε ένα μοντέρνο και ξεχωριστό προφίλ για αυτόν και την Marvel, ενώ δημιούργησε και μια πιο άμεση σχέση με τους αναγνώστες. Μέσα σε αυτό το κλίμα, νέοι και φιλόδοξοι σχεδιαστές, όπως ο Jim Steranko και o Neal Adams, βρήκαν στη Marvel το ιδανικό σπίτι, ώστε να μπορέσουν να εκφράσουν τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες. Λίγα χρόνια αργότερα, η αποχώρηση του Kirby από την εταιρία και η πρόσκαιρη απογοήτευση του Lee με τη βιομηχανία των comics, είχαν ως αποτέλεσμα το σπουδαίο καλλιτεχνικό δίδυμο της Marvel να αποχωρήσει και να ανοίξει τον δρόμο για την επόμενη γενιά. Συγχρόνως, υπό τον φόβο της αποχώρησης του Stan Lee από τη Marvel, ο ρόλος του αναβαθμίστηκε, αναλαμβάνοντας παράλληλα χρέη Προέδρου και Εκδότη, με αποτέλεσμα τη θέση του Editor να αναλάβει τo δεξί του χέρι, που δεν ήταν άλλος από τον Roy Thomas.

Ο Thomas, όντας καλά δικτυωμένος και γνώστης της σκηνής των comics, έφερε στην εκδοτική μια σειρά από νέους δημιουργούς, όπως οι Steve Englehart, Steve Gerber, Marv Wolfman, Len Wein, Don McGregor, Tony Isabella, Jim Starlin, Frank Brunner και άλλοι. Υπό την καθοδήγησή του, η Marvel συνέχισε να αναπτύσσεται, αυξάνοντας τους τίτλους της και κυκλοφορώντας comics και ιστορίες που έμειναν στην ιστορία. Η είσοδος νέου αίματος στη Marvel, έκανε το εργασιακό περιβάλλον να απέχει αρκετά από αυτό μιας κλασικής εταιρίας, ενώ ο Thomas, παρά τα διάφορα κακόβουλα σχόλια που έχουν ειπωθεί, δεν φαίνεται πως είχε σκοπό να πάρει το δρόμο του Stan Lee. Τα κίνητρά του ήταν περισσότερο καλλιτεχνικά. Όταν, λοιπόν, έφτασε στα αυτιά του πως οι Lee και Infantino, εκπροσωπώντας τη Marvel και τη DC αντίστοιχα, είχαν αποφασίσει να ανταλλάξουν πληροφορίες σχετικά με τις πληρωμές των freelancer δημιουργών, ενοχλημένος, υπέβαλε την παραίτηση του.

Από το 1974 μέχρι το 1978, από τη θέση του Editor-In-Chief πέρασαν το δίδυμο των Len Wein και Marv Wolfman, ο Gerry Conway και ο Archie Goodwin. Η περίοδος χαρακτηρίζεται από επικές συγκρούσεις μεταξύ editors και δημιουργών, αρκετές αποχωρήσεις, αλλά παράλληλα και από σπουδαία δημιουργικά runs και comics. Όμως, τα προβλήματα στην εταιρία γίνονταν όλο και μεγαλύτερα, καθώς υπήρχαν μεγάλες καθυστερήσεις, οι δημιουργοί αρνούνταν να αποδεχθούν τις εταιρικές προτάσεις κι εφευρίσκαν τρικ ώστε να τις παρακάμπτουν, ενώ οι editors-In-Chief αντιμετώπιζαν δυσκολίες στο να ανταπεξέλθουν στον τεράστιο φόρτο εργασίας και αδυνατούσαν να επιβληθούν στο προσωπικό της εταιρίας.

Το δύσκολο έργο της επαναφοράς της Marvel σε εταιρικούς ρυθμούς κανονικότητας, ανέλαβε ο Jim Shooter. Ο Shooter, πρώην βοηθός του Goodwin, ήθελε τη θέση και ήξερε τι πρέπει να κάνει για να την κρατήσει. Η μετακόμιση του Stan Lee στο Los Angeles, του εξασφάλισε ακόμη μεγαλύτερη ελευθερία, ώστε να μπορεί να παίρνει μόνος του όλες τις μεγάλες αποφάσεις. Η περίοδος που αυτός βρέθηκε στο τιμόνι του “House of Ideas” μπορεί να πυροδοτεί, μέχρι και σήμερα, έντονες συζητήσεις, αλλά αδιαμφισβήτητα κρίνεται ως εξαιρετικά πετυχημένη. Ο Shooter απομάκρυνε από τα comics της εταιρίας όσους δημιουργούς έχαναν deadlines, προκαλώντας καθυστερήσεις στην παραγωγή, αναβάθμισε τον ρόλο των Editors, απέλυσε όσους δεν συμμορφώνονταν στις υποδείξεις του, ενώ είχε τον απόλυτο έλεγχο και τον τελευταίο λόγο για τα comics που κυκλοφορούσαν. Παράλληλα, όμως, δεν μπορεί να μην αναφέρει κανείς ότι κράτησε στην εταιρία πολλούς από τους παλαίμαχους συνεργάτες της, αύξησε τους μισθούς, βελτίωσε τους όρους όσον αφορά στα συμβόλαια των δημιουργών, ίδρυσε την Epic Comics και ταρακούνησε τα πράγματα στην εταιρία, η οποία, εκείνη την περίοδο, κυκλοφόρησε σπουδαία comics, όπως το UNCANNY X-MEN του Chris Claremont, το FANTASTIC FOUR του John Byrne, το DAREDEVIL του Frank Miller, το THOR του Walt Simonson και πάρα πολλά άλλα.

Ο Shooter έγραψε, επίσης, το εμπορικά πετυχημένο SECRET WARS, ενώ οραματίστηκε και το μεγαλεπήβολο project του New Universe, το οποίο, όμως, δεν κατάφερε να συγκινήσει τους αναγνώστες. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, ο Shooter γινόταν όλο και πιο δύστροπος και απαιτητικός. Οι επικριτές του, από την άλλη, δεν έχαναν ευκαιρία να του επιτεθούν, με αποκορύφωμα ένα πάρτι στο σπίτι του John Byrne, όπου συμμετείχαν πολλοί εργαζόμενοι της Marvel, το οποίο κατέληξε στο να βάλουν φωτιά σε ένα σκιάχτρο φτιαγμένο από απούλητα τεύχη των comics του New Universe, που στο κεφάλι είχε τη φωτογραφία του Shooter.

Κάπου εκεί τα πράγματα φάνηκαν να ξεφεύγουν από τον έλεγχο και τελικά, τον Απρίλιο του 1987, τη θέση του πήρε ο περισσότερο διαλλακτικός Tom DeFalco. Ο DeFalco έδωσε ακόμη περισσότερη εξουσία στους editors, έφερε νέο αίμα στη Marvel και έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη της εταιρίας, της οποίας τα κέρδη αυξήθηκαν κατακόρυφα. Για να επιτευχθεί αυτό, βέβαια, η Marvel έβαλε στόχο να παράγει blockbuster τεύχη, με στόχο να σπάει κάθε χρόνο το προηγούμενο ρεκόρ πωλήσεων. Παράλληλα, διάνθισε τα comics της με πολλαπλά special covers και trading cards, παίζοντας ουσιαστικά με τα όρια της αγοραστικής κοινότητας και χτίζοντας μια φούσκα, που λίγα χρόνια αργότερα θα έσκαγε στα χέρια της.

Την περίοδο αυτή, επίσης, αναδείχθηκαν σε superstars ο Rob Liefeld, ο Todd McFarlane και o Jim Lee, οι οποίοι, νιώθοντας πως δεν αναγνωρίζεται επαρκώς η προσφορά τους, πρωταγωνίστησαν στη μεγάλη έξοδο των δημιουργών της Marvel και στην ίδρυση της Image Comics. Ο DeFalco, παρά τις επιτυχίες που σημείωσε, ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουση με τη νέα διοίκηση της εταιρίας, κάτι που κατέληξε, τελικά, στην αποχώρηση του από τη θέση του Editor-In-Chief, το 1994.

Αντικαταστάθηκε από ένα νέο σχήμα, στο οποίο 5 editors ανέλαβαν πέντε βασικούς τομείς. Έτσι, ο Mark Gruenwald ανέλαβε τους AVENGERS και το ευρύτερο σύμπαν της Marvel, ο Bob Harras τα comics με το χαρακτηριστικό “X” στο εξώφυλλο, ο Bob Budiansky τους τίτλους του Spider-Man, η Bobbie Chase το imprint της Marvel Edge (με τους πιο “σκοτεινούς” ή “σκληρούς” χαρακτήρες, όπως Ghost Rider, Punisher, Doctor Strange, αλλά και τον Hulk) και ο Carl Potts την Epic Comics. Φυσικά, παρ’ όλο που εκείνη την περίοδο κυκλοφόρησαν κάποια καλά comics, το σχήμα αποδείχθηκε βραχύβιο, καθώς οι πέντε τομείς λειτουργούσαν σχεδόν χωρίς καμία αλληλεπίδραση μεταξύ τους, διαιρώντας το ενιαίο σύμπαν. Όπως χαρακτηριστικά έχει γραφτεί “εκείνη την περίοδο, θα ήταν πιο εύκολο να βάλουμε τον Spider-Man να ενώσει τις δυνάμεις του με τον Superman, παρά με τους X-Men”.

Επίσης, οι πέντε τομείς λειτουργούσαν ανταγωνιστικά μεταξύ τους, κάτι που τροφοδοτούνταν και από τη διοίκηση της Marvel, η οποία πίεζε για περισσότερες πωλήσεις. Ο Ron Perelman, ένας επιχειρηματίας άσχετος με τον χώρο των comics, ο οποίος είχε αγοράσει τη Marvel το 1989, μέσα από μια σειρά αποτυχημένων κινήσεων, τελικά κατάφερε, παρά τα κέρδη των προηγούμενων ετών, να την οδηγήσει στη χρεοκοπία, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα και τις πρώτες μαζικές απολύσεις που βίωσε η εταιρία, από το 1957.

Συνεπώς, το έργο του Bob Harras που ανέλαβε τη θέση του Editor-In-Chief το 1995, δεν ήταν καθόλου εύκολο. Οι πωλήσεις στη Marvel ήταν ιδιαίτερα πεσμένες και το ίδιο ίσχυε και για το ηθικό των υπαλλήλων της. Ο ξαφνικός θάνατος του Mark Gruenwald, ο οποίος θεωρείτο η “ψυχή” της Marvel, φάνηκε σε πολλούς, δεδομένων των συνθηκών, ως συμβολικός. Όμως, τα πράγματα θα βελτιώνονταν. Στα τέλη των 90s, μια νέα γενιά δημιουργών έκανε τα πρώτα της θαρραλέα βήματα. Οι Joe Quesada και Jimmy Palmioti είχαν γίνει γνωστοί για τη δουλειά τους, αλλά κυρίως για τα συχνά πάρτι που διοργάνωναν στη Νέα Υόρκη, με καλεσμένους από όλη τη βιομηχανία των comics. Όντας φιλόδοξοι αλλά και δικτυωμένοι, το 1998 ανέλαβαν να δημιουργήσουν το imprint Marvel Knights, βάζοντας στόχο να αποδείξουν στη Marvel ότι αυτοί γνωρίζουν καλύτερα το πως να τη μετατρέψουν ξανά σε υπερδύναμη. Η ομάδα τους, που μετακόμισε στο ρετιρέ της εταιρίας, απολάμβανε μεγαλύτερη ελευθερία και λιγότερες πιέσεις από τη διοίκηση, ενώ η απόφασή τους να φέρουν τον Kevin Smith ως συγγραφέα στο DAREDEVIL, άνοιξε την πόρτα για τη σύνδεση της κοινότητας των comics με την ευρύτερη pop κουλτούρα. Παράλληλα, ο Quesada πρότεινε στη Marvel τον Brian Michael Bendis για να γράψει το ULTIMATE SPIDER-MAN. Οι πετυχημένες επιλογές του δεν άργησαν να φέρουν την προαγωγή του Quesada στη θέση του Editor-In-Chief, όπου και παρέμεινε μέχρι τον Ιανουάριο του 2011.

Ο Quesada, αναλαμβάνοντας τα ηνία, είχε δύο στόχους. Να διορθώσει τον Spider-Man και τους X-Men. Έτσι, από τη μία, τοποθέτησε τον Grant Morrison στο X-MEN, απομακρύνοντας τον Claremont που είχε επιστρέψει, και από την άλλη, έφερε στην εταιρία τον Axel Alonso, ο οποίος, με τη σειρά του, διόρισε τον J. Michael Straczynski για να γράφει το AMAZING SPIDER-MAN. Παράλληλα, διεύρυνε την εταιρία, προσθέτοντας στα Marvel Knights και Ultimates, τα imprints της Max, που απευθυνόταν σε πιο ενήλικο κοινό, και στη συνέχεια της Icon Comics, με creator-owned ιστορίες και χαρακτήρες. Ο Quesada ήρθε σε ευθεία σύγκρουση με τους βετεράνους της Marvel, και συγκεκριμένα με τον Steve Engehart και τον John Byrne, κάτι που οδήγησε στην αποχώρησή τους από την εταιρία. Επίσης, σε πλήρη σύμπνοια με το πνεύμα του Stan Lee, εγκαινίασε την εβδομαδιαία στήλη “Cup O’ Joe”, προσπαθώντας να επαναφέρει την άμεση σχέση που κάποτε υπήρχε μεταξύ εταιρίας και αναγνωστών. Άσχετα με την προσωπική αισθητική και το γούστο του καθενός, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως ο Quesada είχε ένα όραμα. Και αν είστε από αυτούς που δεν πείθονται από τη νέα γενιά που μπήκε στην εταιρία – με κορυφαίες προσθήκες τους Bendis, Hickman, Fraction, Aaron και Brubaker – η επιστροφή σπουδαίων δημιουργών, όπως ο Doug Moench και ο Steve Gerber, αποτελεί τρανή απόδειξη ότι η εταιρία, μετά από πολλά χρόνια, έδειχνε να βρίσκεται και πάλι σε καλλιτεχνικό αναβρασμό.

Ο Quesada, προωθώντας μια τελείως νέα κατεύθυνση, απέκτησε φανατικούς οπαδούς, αλλά και φανατικούς εχθρούς. Οι επικριτές του τον κατηγόρησαν ότι μετέτρεψε τους χαρακτήρες της εταιρίας σε εμπορικές, μονοδιάστατες και απλοποιημένες καρικατούρες, με στόχο την εύκολη μεταφορά τους σε άλλα Μέσα. Αυτή η αίσθηση έγινε ακόμη πιο έντονη, μετά την εξαγορά της εταιρίας από τη Walt Disney Company, στα τέλη του 2009. Υπό την καθοδήγηση του Quesada, γράφτηκαν μερικές από τις πιο αμφιλεγόμενες ιστορίες στην ιστορία της εταιρίας (ναι, το “One More Day” εννοώ), ενώ ενορχηστρώθηκε και η στροφή της Marvel στα paperbacks, κάτι που επηρέασε δραματικά τον τρόπο παραγωγής ιστοριών και σηματοδότησε τη μεγάλη στροφή των δημιουργών στο υπερβολικά decompressed storytelling, εγκλωβίζοντας τις εταιρίες σε έναν φαύλο κύκλο, από τον οποίο ακόμη δεν έχουν καταφέρει να ξεφύγουν. Το βασικό αντεπιχείρημα σε όλα αυτά, βέβαια, είναι πως μέσα από αυτές τις κινήσεις, ο Quesada κατάφερε να σώσει τη βιομηχανία των comics, η οποία, στις αρχές του 2000, έμοιαζε καταδικασμένη.

Όπως και να έχει, η “αναίμακτη”, όπως χαρακτηρίστηκε, αντικατάστασή του από τον Axel Alonso, εγκαινίασε την περίοδο “Marvel NOW!”. Ακολούθησαν διάφορα εξίσου ευφάνταστα brand names, που έφεραν πολλαπλές αντικαταστάσεις χαρακτήρων, συνεχή reboots, μεγάλα και ανούσια events, που για να διαβάσει κανείς στην πληρότητά τους, έπρεπε να αγοράσει μέχρι και 75 τεύχη, αλλά κυρίως κακοφτιαγμένα comics, που οδήγησαν στο να μοιάζει η εκδοτική Marvel του σήμερα, πιο απομονωμένη από ποτέ.

Το αν θα καταφέρει ο C.B. Cebulski να αντιστρέψει το κλίμα και να επαναφέρει την εταιρία στα υψηλά επίπεδα του παρελθόντος, είναι κάτι που θα δούμε στο μέλλον. Όλοι όσοι μεγαλώσαμε με τις ιστορίες της Marvel, σίγουρα διατηρούμε μέσα μας κάποιες ελπίδες. Παράλληλα, όμως, έχουμε μάθει πια καλά, πως σε ό,τι έχει να κάνει με τα comics της συγκεκριμένης εκδοτικής, καλό είναι να κρατάει κανείς, όσο το δυνατόν, μικρότερο καλάθι…