Superman: Year One #3

Μια Miller-ική τραγωδία

Φήμες λένε ότι κάθε φορά που ο Frank Miller φτιάχνει ένα σπουδαίο έργο, έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του μια ιδέα για το πώς θα το βεβηλώσει μερικά χρόνια – ακόμα και δεκαετίες – αργότερα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ας είμαστε ειλικρινείς, Όλοι, πάνω-κάτω, ξέραμε ότι το SUPERMAN: YEAR ONE θα αποτελούσε ακόμα μία Miller-ική τραγωδία. Κατά πάσα πιθανότητα, υπήρξαν και αυτοί οι λίγοι αφελείς που διατηρούσαν φρούδες ελπίδες πώς θα παίρναμε, επιτέλους, κάτι που θα θύμιζε τα παλιά αριστουργήματα του δημοφιλούς δημιουργού. Παρ’ αυτά, οι περισσότεροι είχαμε μυριστεί τι έπαιζε, πριν καν ξεφυλλίσουμε τις πρώτες σελίδες.

Πράγματι, λοιπόν, η σειρά σημείωσε εξαιρετικά κακή αρχή. Καθώς εξελισσόταν, δε, όλα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Κάπως έτσι, φτάνουμε στο τρίτο και επικήδειο τεύχος της, στο οποίο είναι παρόντες όλοι οι λόγοι για τους οποίους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αποτυχημένη.  Γιατί, δυστυχώς, οι λόγοι είναι πολλοί και διάφοροι…

Για αρχή, η γραφή του Miller είναι (ως συνήθως) αχρείαστα δραματική, χωρίς, όμως, να έχει πραγματικά κάτι να πει. Χρησιμοποιεί αμέτρητες βαρύγδουπες λέξεις και εκφράσεις, με τόσο επιτηδευμένο τρόπο, που τελικά καταντά να θυμίζει περισσότερο κωμωδία, παρά δράμα. Σαν να μην έφτανε αυτό, επαναλαμβάνει ξανά και ξανά τις ίδιες (μα, ακριβώς ίδιες) προτάσεις, σε ένα ήδη παραφορτωμένο με εσωτερικούς μονολόγους comic. Δεν τις αλλάζει καν, απλά τις ξαναγράφει – προφανώς σε μια απελπισμένη προσπάθεια να δημιουργήσει συναίσθημα. Και δεν το κάνει μια-δυο φορές, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας! Αν αυτό δεν είναι το πιο κραυγαλέο παράδειγμα κακής συγγραφής, δεν ξέρω ποιο είναι.

Το πιο απαράδεκτο στοιχείο, όμως, είναι ότι το YEAR ONE είναι τρομαχτικά βαρετό. Σε μια εποχή, στην οποία το κοινό έχει ήδη εξαντληθεί απ’ το να ξαναβλέπει το origin του Superman, σε μια εποχή που παρακαλάμε για λίγη καινοτομία, δεν μας δίνει τίποτα καινούριο. Απλά, ανακυκλώνει δεκάδες παλιές ιδέες και κλισέ, όπως τη διάσωση της Lois Lane, τον Luthor να μηχανορραφεί στις σκιές κ.λπ. Για όνομα, ανακυκλώνει ακόμα και τις ιδέες που όλοι είχαμε συμφωνήσει πως ήταν απαράδεκτες, όπως τον Batman που οπλοφορεί! Επομένως, όταν σε ένα τόσο μακροσκελές πόνημα, κάθε στοιχείο είναι, στην ουσία, αναμασημένη τροφή, οι αναγνώστες όχι απλά κουραζόμαστε, αλλά αισθανόμαστε και εξαπατημένοι.

Όπως πάντα σχεδόν, φύλαξα το εικαστικό κομμάτι για το τέλος. Ο John Romita Jr. έχει ένα πολύ ιδιότυπο στιλ, το οποίο απέχει αρκετά από το τυπικό σχέδιο που συναντά κανείς σε τέτοιου είδους comics. Για αυτόν τον λόγο κιόλας, τον σέβομαι. Παρ’ αυτά, το σχέδιό του δεν μου “δουλεύει” πάντα, με την έννοια ότι το βρίσκω κάπως άτσαλο ανά στιγμές. Κάποιο χέρι θα βγει πιο μακρύ απ’ όσο θα έπρεπε, κάποιο πρόσωπο πιο αλλόκοτο – κάτι θα πάει στραβά. Κάποιες άλλες φορές, βέβαια, ο καλλιτέχνης παραδίδει ομορφιά, ατόφια. Έτσι συμβαίνει και εδώ. Το YEAR ONE #3 είναι μια μίξη όμορφων καρέ και καρέ που μου “κλωτσάνε”. Το αποτέλεσμα, κατά συνέπεια, είναι λίγο άνισο και σίγουρα ανίκανο να σώσει το συνολικό εγχείρημα, το οποίο, εν τέλει, καταρρέει τραγικά.

Ομολογουμένως, είμαι λίγο σκληρός. Ομολογουμένως, το comic αυτό είναι εύκολη λεία για τον οποιονδήποτε, καθώς όλοι το μισούν· ακόμα και κάποιοι γνωστοί αμερικανικοί ιστότοποι, που συνήθως αποθεώνουν οποιαδήποτε πατάτα εκδίδουν η Marvel και η DC, είναι επιφυλακτικοί απέναντί του. Προσωπικά, θεωρώ ότι το φινάλε, αλλά και όλη η σειρά, κυμαίνεται στα όρια του απαράδεκτου. Δεν την προτείνω σε κανέναν, και σαφέστατα είναι κάτι που ακόμα και οι σκληροπυρηνικοί fans της DC μπορούν να προσπεράσουν. Διότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με έναν Superman φτιαγμένο από ατσάλι, αλλά από φτηνό τσίγκο…