TOP 100 OF THE 00s: 2. BLACK HOLE

Writer/Artist: Charles Burns
Kitchen Sink Press,
Fantagraphics, Pantheon Books

Ξεκινώ, παίρνοντας ως δεδομένο πως ο Burns με το BLACK HOLE, έπαιξε, με απαράμιλλη μαεστρία, τα μπλουζ του υπογάστριου. Για την ακρίβεια, καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο, τη δεκαετία που πέρασε. Η ανάμικτη αίσθηση σεξουαλικού ερεθισμού και αποστροφής, που προκαλεί η ανάγνωση του BLACK HOLE (και χτυπά έντονα και κυριολεκτικά, εκεί ακριβώς που νιώθει κανείς μορφές συγκίνησης, στο προαναθερθέν μέρος του σώματος) είναι μια συνήθης αντίδραση από κοινό και κριτικούς και αποτελεί όντως κλειδί, όχι τόσο για την αποκωδικοποίηση, όσο για την απόλαυση του έργου.

Με αυτή του τη δουλειά, λοιπόν, τοποθετείται με άνεση σε ένα μεγαλύτερο ψηφιδωτό, που συνθέτουν δημιουργοί με παρόμοιες θεματικές και ανησυχίες. Ξεκινώντας από τον σκοτεινό ονειρόκοσμο του Winsor ΜcKay (με τους έντονους φροϋδικούς συμβολισμούς και τη διαρκή αίσθηση οτι κάτι βίαιο ελοχεύει ανάμεσα σε σύννεφα και κολοσσιαία πόδια κρεβατιού, στις σελίδες του LITTLE NEMO), συνεχίζοντας στους καλλιτέχνες που μεγαλούργησαν στην EC Comics τη δεκαετία του ’50 (και συγκεκριμένα, εδώ, τον Basil Wolverton, με την τόσο αναζωογονητικά χρήση του γκροτέσκου στα πρόσωπα και σώματα που κοσμούσαν τις σελίδες του MAD, καθώς φυσικά και τον προπάτορα των underground comix, Harvey Kurtzman, με τη συγκινησιακή απεικόνιση του σώματος, είτε σε χιομοριστικό είτε σε δραματικό πλαίσιο) και σταματώντας, προσωρινά, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, εστιάζοντας στη δουλειά των Robert Crumb (με τον αχαλίνωτο συνδυασμό σεξουαλικών φαντασιώσεων, κατ’ ευθείαν από το υποσυνειδητό του και τις σχεδόν πειθαρχημένες μέσα στην έξαλλη ροή τους, αδρές γραμμές του σχεδίου του), S. Clay Wilson (με τον Pollockικά φρενήρη τρόπο απεικόνισης οργιών σεξ και βίας, μέσω υπολογισμένων αδειασμάτων μελανιού σε παρθένες σελίδες), Rory Hayes (τον πιο ανεπιτήδευτα αγνό εκφραστή ενός εκ των βασικών χαρακτηριστικών των undergrounds, δηλαδή της αποτύπωσης των προαναθερθέντων βίαιων εξάρσεων του υποσυνειδήτου στο χαρτί) και Art Spiegelman (πατριάρχη του κινήματος και εκ των πρώτων που εξέφρασε, εν μέρει, την επιθυμία απόσχισης του μέσου των comix από την εφήμερη, low-brow, ταμπέλα τους και την εισαγωγή τους σε αναζητήσεις άλλων σφαιρών αναγνώρισης και το έπραξε μέσω πειραματισμών με το panel και page layout, σε ιστορίες όπως το “Malpractice Suite” και το “Ace Hole, Midget Detective”, όπου και πάλι ο αισθησιασμός, σήμα κατατεθέν των undergrounds, είναι παρών, απλώς οι δημιουργικοί οργασμοί είναι πιο “ελεγχόμενοι”), καλύπτουμε ένα μεγάλο μέρος του φάσματος που έδωσε τη δυνατότητα (συνειδητά, ως επιρροή, και ασυνείδητα, ως γενικότερο, διαρκώς εξελισσόμενο πλαίσιο) στον (γεννηθέντα το 1955) Charles Burns, να εξελίξει οργανικά το δικό του magnum opus.

Η επιρροή του Burns που δεν είναι και τόσο εμφανής στη δουλειά του, είναι αυτή του Herge. Σε συνέντευξή του στο περιοδικό BELIEVER (των εκδόσεων McSweeney’s, στο οποίο ο Burns τελεί χρέη μόνιμου illustrator), ο Burns περιγράφει πως προτού έρθει σε επαφή με reprints του MAD (και συγκεκριμένα, τις ιστορίες του Kurtzman), που δανειζόταν από την τοπική βιβλιοθήκη, καθώς και με τα undergrounds, που, τρόπον τινά, τον έσωσαν από την έλλειψη ενδιαφέροντος στο μέσο των comics, αυτό που τον εισήγαγε, αρχικά, στον κόσμο τους, ήταν το TINTIN (το επόμενο έργο του, μάλιστα, θα αποτελεί εγχρωμο κράμα του κόσμου του Tintin, με την αισθητική του William Burroughs και το punk – ένας από τους χαρακτήρες, δε, διόλου subtly, θα ονομάζεται Nitnit). Στο BLACK HOLE, μπορεί να δει κανείς, κατα κάποιον τρόπο, τη μεγέθυνση και εμβάθυνση στοιχείων της σχολής της “καθαρής  γραμμής”, καθώς τα πρόσωπα και τα σώματα είναι ξεκάθαρα σχηματισμένα, αμώμως σχεδόν θελκτικά και υπνωτιστικά όμορφα, ενώ παράλληλα και με ρευστό τρόπο, γκροτέσκα. Χωρίς να μοιάζει με τον Gary Panter και τον Jason Lutes, επί παραδείγματι, οι οποίοι στα JIMBO και JAR OF FOOLS, αντίστοιχα, επιστρατεύουν παραμορφωμένες οπτικές της καθαρής γραμμής (ειδικά η trademark ratty line του Panter, έχει δημιουργήσει την δική της, σαφέστερα μικρότερη, σχολη) o Βurns δημιουργεί σελίδες σαν ασπρόμαυρους black light πίνακες, ενισχύοντας την καθαρότητα της γραμμής. Η έλξη που σου ασκεί η κάθε σελίδα στην ολότητα της, σχεδόν απορροφά κάθε φως στο χώρο, με τα άσπρα σημεία που απομένουν, όταν υποχωρούν οι έντονες σκιάσεις, να αποτελούν αυτόνομη εστία φωτός. Στιλιστικά, ο Burns (με πτυχίο στην τυπογραφία) είναι αψεγάδιαστος. Οι φιγούρες που σχεδόν χαράσσει με αδρές πινελιές και γραμμές, σχηματίζουν σώματα, πρόσωπα και φιγούρες, που αποτυπώνονται σαν απαστράπτοντα κονδυλώματα στον υμένα του συλλογικού ασυνειδήτου.

Τα σύμβολα που χρησιμοποιεί, δε, είναι επαναλαμβανόμενα σε τέτοιο βαθμό, που μπορούν να απλουστευθούν και να κωδικοποιηθούν, ώστε να λειτουργούν σαν γλώσσα επικοινωνίας (με τον ίδιο τρόπο που ο Gene Kannenberg περιγράφει τον κώδικα εικόνων στα comics του Chris Ware): To συνονθύλευμα σκουπιδιών, ξύλων και σάρκας, που έχει αποβάλλει η Chris, στοιχεία που συναντώνται τόσο μέσα στις σελίδες του comic, όσο και στα εσώφυλλα, οι γυρινοειδείς αποφύσεις/παραμορφώσεις, τα τσιγάρα με πλοκαμοειδείς προεκτάσεις, οι παντός φύσεως οπές και το ίδιο το δάσος/planet xeno, εκτός από φροϋδικά σύμβολα (φαλλικής, συνήθως, φύσεως), γίνονται και χαρακτήρες, αλλά και μέρη του κώδικα. Στηρίζουν και την sequential φύση του comic, αλλά, παράλληλα, βοηθούν στο να βιωθεί ολιστικά η κάθε σελίδα. Τα panels καταλύονται, είτε με σπειροειδή τρόπο (όπως στην απεικόνιση της πρώτης δίνης/μάυρης τρύπας, στο πρώτο τεύχος), είτε απλά επειδή όλο το comic μπορεί να βιωθεί ως μία επιφάνεια, που εκπέμπει το ίδιο μήνυμα στον ίδιο τόνο. Ένα μικρό μυστικό, πάντως, αποκαλύπτεται από τον Βurns, σε σχέση με το φορτωμένο με σύμβολα στοιχείο της δουλειάς του: βασική επιρροή για το BLACK HOLE είναι η ιστορία “Big, Two-Hearted River” του Hemingway, από την οποία χρησιμοποίησε αυτούσιες κάποιες γραμμές και εμπνεύστηκε, εν μέρει, το θέμα της κατάδυσης σε κάτι τόσο εξαγνιστικό όπως ο ωκεανός (σκηνή με την Chris κοντά στο τέλος του BLACK HOLE). Aξίζει να την αναζητήσετε.

Προφανώς, μου είναι δύσκολο να εκφραστώ για το συγκεκριμένο έργο χωρίς να καταφύγω σε ψευδοακαδημαϊκό προσωπείο. Ούτε η εγκατάσταση ιστορικού πλαισίου, ή η αφηρημένη παράθεση λειτουργιών της σελίδας, αλλά ούτε και η mantrοειδής επανάληψη της λέξης visceral (από κριτικούς, αναγνώστες, ακόμη και τον ίδιο τον Βurns) μπορεί να σε προετοιμάσει για τον οργανικά απτό αντίκτυπο που μπορεί να έχει επάνω σου ο χαρακτήρας της Eliza, φερ’ ειπείν (και το κούνημα της ουράς της), όπως την αποτυπώνει σε χαρτί, αμφιβληστροειδή και συνείδηση, ο Burns. Δεν είναι, πάντως, η pinup θέλξη των γυναικείων χαρακτήρων, ή η pre-slacker γοητεία των αντίστοιχων ανδρικών, αυτό που σε κάνει να αισθάνεσαι τέτοια οικειότητα με το BLACK HOLE, καθως κάτι αναμοχλεύει τις αποθηκευμένες (ή ενεργές) αναμνήσεις σου από την εφηβεία και τη μετεφηβεία. Σίγουρα δεν κρύβεται η ουσία του comic μόνο στο τσιτάτο του Burns που ακολουθεί αυτό το κείμενο (ελαφρώς παραλλαγμένο, το pitch/tagline στην Paramount για το BLACK HOLE ως σενάριο ταινίας). Αποτελεί βίωμα και ως εκ τούτου, είναι ανεκτίμητο πέρα από περιγραφές.

(Βασίλης Σάκκος)

Το σχόλιο του Charles Burns για την παρουσία του comic του στη δεκάδα του Top 100:
“Adolescence is a disease; some survive it and others aren’t so lucky.”