Manga: Aνασκόπηση των 00s

“Ανδρέα σκεφτήκαμε ότι θα ήθελες να κάνεις την ανασκόπηση της δεκαετίας που πέρασε για τα manga. Τι λες;” είπαν οι αγαπητοί editors του Comicdom. “Α, βεβαίως, με μεγάλη μου χαρά”, απάντησα αφελέστατα και τώρα βρίσκομαι στη δύσκολη θέση να προσπαθώ να βρω το εναρκτήριο σημείο για την επισκόπηση μιας βιομηχανίας τεράστιας, πολύπλευρης και αρκετά περίπλοκης, λόγω του γλωσσικού χάσματος με τον δυτικό κόσμο. Όντας λοιπόν ακόμα μέσα στο κραιπαλώδες κλίμα των εορτών, λέω να κάνω προσέγγιση παρόμοια με αυτή του γουρουνόπουλου: αν η μπουκιά είναι πολύ μεγάλη, κόψε την σε μικρότερα κομμάτια, αλλιώς θα πνιγείς.

Ένα πρώτο “κοψίδι”, λοιπόν, θα είναι οι εκδοτικές κινήσεις της Δύσης, είτε αυτές αφορούν πρωτότυπο υλικό πριν από το 2000, είτε όχι, με το φυσικά επακόλουθο δεύτερο να αφορά τις κυκλοφορίες-σταθμούς στην πρώτη, ιαπωνική τους έκδοση.

Αν τα 90s εδραίωσαν την αγάπη της Δύσης για το shounen (“βυζιά και σπαθιά”, όπως είδαμε αλλού ή / και μπουνιές, πιστόλια, εξωγήινους, άπειρα quests και εκατοντάδες saga πριν φτάσουμε στη “μεγάλη, τελική, no-seriously-honest-to-God-δεν-έχει-άλλο saga”), τα 00s άνοιξαν διάπλατα την πόρτα στο μαζικό following συγκεκριμένων σειρών, οι οποίες στην Αμερική ξεπέρασαν σε δημοτικότητα ακόμα και το DRAGONBALL Z: μιλάμε βεβαίως για το ONE PIECE, το NARUTO και το BLEACH, τα οποία εκδόθηκαν για πρώτη φορά στα Αγγλικά το 2002, το 2003 και το 2004 αντίστοιχα. Βεβαίως, τη ραγδαία εξάπλωσή τους βοήθησαν και οι υπερ-εκατονταπλάσιες ταχύτητες internet των χρηστών, οι οποίοι παλιότερα πάλευαν με την ISDN-128 και μάλιστα με κόστος γύρω στο ένα δέκατο της τελευταίας. Περάσαμε από τα IRC, GetRight, KazaA, eMule και λοιπά κλασικά και κυνηγημένα Peer-to-Peer προγράμματα στα torrents, των οποίων οι τεράστιοι όγκοι δεδομένων, είτε επρόκειτο για σκαναρισμένες σελίδες μεταφρασμένες από fans, είτε για επεισόδια των σχετικών anime, αντιστοίχως υποτιτλισμένα, ξαφνικά έδωσαν μαζική πρόσβαση σε μια τεράστια γκάμα υλικού, καθώς και μια πρώτη εικόνα του πόσο μεγάλη είναι ακριβώς αυτή η γκάμα.

Ξαφνικά είχε ανοίξει μια πόρτα προς την Ανατολή, η οποία μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες στέρησης και, τρόπον τινά, ελεγχόμενων δόσεων, δημιούργησε μια τεράστια ζήτηση για οτιδήποτε αυτού του τύπου, “made in Japan”, οπότε τα απανταχού επιχειρηματικά μυαλά της εκδοτικής Δύσης βρήκαν ένα περίφημο niche market, τεραστίου μεγέθους και αρκετό για να φάνε όλοι, τουλάχιστον μέχρι να κατακαθίσει η σκόνη. Εταιρίες που είχαν δημιουργηθεί γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’90, καθώς και νέες εταιρίες που “ειδικεύονταν στα manga και τα anime” άρχισαν να ξεπηδούν και να βγαίνουν στο προσκήνιο, μεταξύ των οποίων η ADV, η CPM, η IronCat, η Tokyopop, η VIZ και στην πορεία η Del Rey Manga, παρακλάδι της Random House, ενώ η Dark Horse που είχε πρωτοστατήσει στα 80s και τα 90s με τα APPLESEED, GHOST IN THE SHELL και BLADE OF THE IMMORTAL, ανανέωσε το cache της με επιλεγμένους , δυνατούς τίτλους, όπως το BERSERK, το HELLSING και το MPD PSYCHO. Νομίζω ότι το αποκορύφωμα της επέκτασης των manga ήταν η δημιουργία νέου imprint από τη DC (του CMX), προκειμένου να διεκδικήσει ένα κομμάτι αυτής της αγοράς, αλλά φιλοξενώντας μια μάλλον κακή επιλογή τίτλων (με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως το SWORD OF THE DARK ONES), δεν μπόρεσε να κάνει τη διαφορά.

Όλα τα παραπάνω δημιούργησαν ένα αρκετά γόνιμο κλίμα ώστε οι εταιρίες της Δύσης, νέες ή παλιές, να διακρίνουν ότι μπορούσε να υπάρξει διαφοροποίηση, ότι υπήρχαν manga που ήταν κλασικά και cult αριστουργήματα για non-manga readers, ή ακόμα ότι οι manga readers είχαν με τη σειρά τους τα δικά τους cult, για τα οποία θα πλήρωναν πάρα πολύ πρόθυμα. Ευτυχώς, αμφότερες οι πιο πάνω κατηγορίες διεκδικούν τον Θεό (και δίχως υπερβολή, πατέρα) του σύγχρονου manga, τον Osamu Tezuka. Η δε “τάση για maturity” των comics των δύο μεγάλων εταιριών, καθώς και η διεύρυνση των “αποδεκτών απεικονίσεων” με κυκλοφορίες της Image, της Dark Horse, με σταθμό την άρση της παντοδυναμίας του Comics Code στα τέλη των 80s, αρχές των 90s, ήταν στοιχεία που έδωσαν το πράσινο φως (αλλάζοντας το consensus) για κυκλοφορίες όπως τα MW, APOLLO’S SONG και DORORO από τη Vertical. Τα έργα αυτά του Tezuka διαφέρουν πολύ από τη συνήθη εικόνα του δημιουργού με κοινό (κυρίως) τα παιδιά, όπου εξετάζονται ζητήματα όπως η ομοφυλοφιλία, οι ανθρώπινες σχέσεις από το συναισθηματικό μέχρι το σεξουαλικό επίπεδο, καθώς και το θέμα της αμαρτίας και της εξιλέωσης, σε ένα επίπεδο που μάλλον δεν θα ενέκριναν ποτέ οι θρησκευτικοί άρχοντες της Δύσης.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ορισμένα από αυτά τα θέματα, ειδικά περιστρεφόμενα γύρω από τη ζωή και τον θάνατο, εμφανίζονται και σε άλλα έργα του Tezuka, ειδικά στο BLACK JACK, αλλά σε κάθε περίπτωση το στοιχείο της περιπέτειας σε μεγάλο βαθμό τα επισκιάζει. Επίσης, με εξαίρεση το MAUS και το ADOLF (που πρωτοκυκλοφόρησε στα Αγγλικά από την Cadence Books το 1996), τα comics που προσπαθούσαν να κάνουν μια πιο λεπτομερή ανατομία του Ολοκαυτώματος, ή γενικά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συνήθως χαρακτηρίζονταν από κάποιον δισταγμό και political correctness. Το άνοιγμα στα ευαίσθητα αυτά ζητήματα, ειδικά μέσω της φωνής των manga, που ήταν ξένη και άρα “πιο ασφαλής”, έφερε στη Δύση και δουλειές όπως το TOWN OF EVENING CALM, COUNTRY OF CHERRY BLOSSOMS, που δείχνει το αληθινά τραγικό πρόσωπο ανθρώπων που, παραδοσιακά, φέρουν το ιστορικό στίγμα του “κακού”, εξαιτίας των αποφάσεων των αρχηγών της χώρας τους.

Θα μπορούσαμε σε μεγάλο βαθμό να πούμε ότι στα 00s το δυτικό κοινό ήταν πλέον εκπαιδευμένο για να δεχτεί manga τα οποία ξέφευγαν από τα κλασικά μοτίβα των (υπέρ-) ηρώων και του ρομάντζου (πολλώ δε μάλλον του softcore nudity / sexual innuendo κλπ.) και ειδικά στο δεύτερο μισό της δεκαετίας οι εταιρίες άρχισαν να επενδύουν όχι απλά σε τίτλους, αλλά σε δημιουργούς, όπως η Mitsukazu Mihara (DOLL, THE EMBALMER, IC IN A SUNFLOWER κ.α.) και ο Kiyohiko Azuma (AZUMANGA DAIOH, YOTSUBA&!) οι οποίοι επέλεγαν, με πολύ διαφορετικές οπτικές, μέσα και αισθητική, να μιλούν για καθημερινούς ανθρώπους, για τα μικρά και ευχάριστα της ζωής ή τα μεγάλα της δράματα μέσα στον μικρόκοσμο του καθενός. Από την άλλη, προοδευτικά άρχισε να γίνεται μια στροφή στην προώθηση αυτού που θεωρείται “μη συμβατικό manga σκίτσο”, με τις εταιρίες να προσπαθούν να διαφοροποιηθούν από το πλέον άμεσα αναγνωρίσιμο και ευρέως διαθέσιμο “Big Eyes, Small Mouth”. Έτσι η Dark Horse επένδυσε στον Kentaro Miura, δημιουργό του BERSERK, εκδίδοντας σταδιακά και άλλες δουλειές του (JAPAN, KING OF WOLVES), στον Kouta Hirano και το HELLSING, στον Takehiko Inoue και το VAGABOND, καθώς και manga των Kazuo Koike και Goseki Kojima, είτε σε συνεργασία, είτε όχι (PATH OF THE ASSASSIN, LADY SNOWBLOOD, COLOR OF RAGE – η έκδοση του LONE WOLF AND CUB είχε ξεκινήσει πολύ παλιότερα) που ακολουθούσαν μια πιο σοβαρή και λεπτομερή σχεδιαστική γραμμή, για την απεικόνιση της παραδοσιακής Ιαπωνίας.

Ήταν όμως όλα ρόδινα; Όχι, διότι όπως είπα πιο πάνω, όλοι έχουν να φάνε μέχρι να κατακαθίσει η σκόνη και έπειτα παίρνουν την σκυτάλη οι πολιτικές ανταγωνισμού της κάθε εταιρίας, με ποικίλα αποτελέσματα. Ας ξεκινήσουμε με αυτά που αποδείχθηκαν φούσκες: η ADV, παραδοσιακά εταιρία με licenses για anime, παρά για manga, έκανε μια στροφή στα manga ελπίζοντας να αξιοποιήσει το υπάρχον κοινό της από τα αντίστοιχά τους anime. Με εξαίρεση το YOTSUBA&! και το AZUMANGA DAIOH! τα licenses της πάτωσαν, με αποτέλεσμα την πώλησή τους σε άλλες εταιρίες, ή απλώς την ακύρωση των σειρών, όπως το RAY.

Τις μακράν χειρότερες κινήσεις έκανε η Tokyopop, η οποία ενώ ξεκίνησε με τις καλύτερες προοπτικές και φαινόταν ότι θα κατακτούσε την κορυφή της συγκεκριμένης αγοράς (ειδικά μετά την παράξενη αντιμετώπιση της VIZ για την αγορά έξω από τις Η.Π.Α.), έμοιαζε σχεδόν να υιοθετεί σαν επιχειρηματικό credo της το “ποσότητα αντί ποιότητας” και “δεν έχει σημασία αν είναι καλό ή όχι – θα το αγοράσουν διότι είναι του / της / των τάδε”. Έτσι αφού έβγαλαν όλες τις γνωστές σειρές των CLAMP, με εξαίρεση το X/1999 για το οποίο έχει τα δικαιώματα η VIZ (MAGIC KNIGHTS RAYEARTH, CHOBITS, CARDCAPTOR SAKURA, ANGELIC LAYER κλπ.), άρχισαν να αγοράζουν και να εκδίδουν άγνωστες και μάλλον αδιάφορες σειρές τους, περιμένοντας να βγάλουν οι τέσσερις δημιουργοί κάτι καινούργιο. Έφτασαν στο σημείο να εκδώσουν το αρκετά κακό manga μιας δημιουργού από το doujin (fanzine) circle από το οποίο προέκυψαν οι CLAMP και η οποία δικαίως δεν αποτέλεσε ποτέ μέλος της διάσημης (τελικά) τετράδας. Αυτό είναι απλώς ένα ενδεικτικό και χτυπητό παράδειγμα, αλλά το γεγονός είναι ότι σταδιακά η Tokyopop βρέθηκε με πολλαπλούς μέτριους τίτλους που πραγματεύονταν το ίδιο θέμα, συχνά από άγνωστους δημιουργούς, ενώ σειρές που είχαν προχωρήσει αρκετά δεν έλεγαν να δουν συνέχεια και πολλές κατέληξαν να κοπούν. Το αποτέλεσμα ήταν η Tokyopop να χάσει τα licenses της Kodansha γύρω στον Σεπτέμβριο που μας πέρασε (μιλάμε για κάπου 70 τίτλους!) και εκτός τρελού και ιδιοφυούς απροόπτου, το παιχνίδι.

Πιθανώς η πιο παράξενη εξέλιξη στη βιομηχανία (μετάφρασης) manga της Δύσης αφορούσε τη VIZ, η οποία συνέχιζε να διατηρεί μια υψηλή θέση χάρη σε μια περιορισμένη γκάμα καλών επιλογών, εν πολλοίς προερχόμενων από τη Rumiko Takahashi (RANMA 1/2, MAISON IKKOKU, INU YASHA). Το 2002 δημιούργησε την αγγλική, μηνιαία version της διασημότερης ίσως εβδομαδιαίας ανθολογίας manga της Ιαπωνίας, του SHOUNEN JUMP MAGAZNE, πράγμα που σήμαινε και το άνοιγμα για αγγλικό licensing του RUROUNI KENSHIN, του NARUTO, του BLEACH, του SHAMAN KING, του HUNTER X HUNTER, του HIKARU NO GO, πιο πρόσφατα του D.GRΑΥ-MAN και του DEATH NOTE και γενικά ενός τεράστιου μεριδίου των διασημότερων action-oriented manga της Ιαπωνίας. Ταυτόχρονα σχεδόν, ανακοίνωσε ότι οι αγγλικές μεταφράσεις θα είχαν διάθεση μόνο στην Αμερική. Ήταν μια κίνηση τελείως ξαφνική, η οποία βύθισε στην απελπισία τους συλλέκτες και αναγνώστες χωρών ειδικά όπως η δική μας, οι οποίες δεν είχαν ακόμα τότε δικό τους μεταφραστικό φορέα.

Σκαλίζοντας λίγο, βρήκα μια κάποια εξήγηση για αυτό: η VIZ Communications ανήκε αρχικά στη Shogakukan, αλλά το 2002 έγινε συνιδιοκτήτρια η Shueisha (ο ιαπωνικός εκδοτικός οίκος του JUMP), φέρνοντας μαζί τους τίτλους της και πιθανώς μέρος της συμφωνίας τους να ήταν η εστίαση στην αμερικανική αγορά, η οποία άλλωστε ήταν πολύ μεγαλύτερη, ενώ οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές αγορές (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία) δεν ενδιαφέρονταν για manga στα Αγγλικά.

Το 2005 ξεκίνησε και την μηνιαία ανθολογία SHOUJO BEAT, κάνοντας ένα ισχυρό άνοιγμα στο γυναικείο κοινό, με τίτλους όπως τα VAMPIRE KNIGHT, GODCHILD, NANA και HONEY AND CLOVER.

Είναι ενδιαφέρον ότι τη συμφωνία αυτή πιθανόν να έσπρωξε ο ανταγωνισμός της Shueisha με τη Raijin Comics, η οποία έβγαλε το 2002 την ομώνυμη ανθολογία, αρχικά σε εβδομαδιαία και έπειτα σε μηνιαία βάση, στην οποία συμμετείχαν πολλοί καλλιτέχνες της Shueisha, οι οποίοι είχαν αποσύρει τις δουλειές τους και τις είχαν μεταφέρει στη Raijin (SLAM DUNK, CITY HUNTER κ.α.). Αυτή η κίνηση της Shueisha με τη σειρά της, ώθησε την Kodansha να κλείσει μια αντίστοιχη συμφωνία με την Del Rey, η οποία πλέον βγάζει στα Αγγλικά δημοφιλείς τίτλους όπως τα FAIRY TAIL, LE CHEVALIER D’EON και NEGIMA και αποτελεί κατά κάποιον τρόπο σχεδόν τον αποκλειστικό Δυτικό πάροχο της ιαπωνικής εταιρίας. Το 2007 δημιουργήθηκε και η VIZ Media Europe, το ευρωπαϊκό κανάλι της πλέον κορυφαίας εταιρίας στην αγορά των μεταφρασμένων manga, εδραιώνοντας τρόπον τινά την παγκόσμια Δυτική κυριαρχία της.

Ο τελευταίος παίκτης, αν και με ελαφρά καθυστέρηση, κατέφτασε το 2006 υπό το όνομα Yen Press, imprint της γαλλικής Hachette, απορροφώντας αρχικά και συνεχίζοντας τους κορεάτικους τίτλους της ICEKunion και κάνοντας το δυνατό τους άνοιγμα με τη μηνιαία ανθολογία YEN+ το 2008, στην οποία περιλαμβανόταν το πιο φρέσκο “shounen hype”, το SOUL EATER, καθώς και το horror HIGURASHI NO NAKU KORO NI και το slice of life sports BAMBOO BLADE, συμπληρώνοντας με άλλους τίτλους ακόμα τότε φρέσκους στην Ιαπωνία, όπως το NABARI NO OU και το SPICE & WOLF, ενώ ανέλαβε και τη manga version του ιδιαίτερα και κατ’ εξακολούθηση δημοφιλούς SUZUMIYA HARUHI NO YUUTSU. Το 2009 απέκτησε από την ADVτα δικαιώματα των AZUMANGA DAIOH και YOTSUBA&!.

Η σκόνη έχει πλέον κατακαθίσει και είναι σαφές ότι, στη νέα δεκαετία, στον αγώνα των μεταφρασμένων manga έχουν τελικά ριχτεί με ζέση η Del Rey, η Tokyopop, η VIZ και η Yen Press (με τη Dark Horse να διατηρεί τα κεκτημένα της, αλλά ως εκεί), εστιάζοντας σαφώς στην ποιότητα παρά στην ποσότητα, δεδομένων των λαθών του παρελθόντος, δικών τους ή άλλων και δίνοντας μεγάλη βαρύτητα στην πιο στενή συνεργασία με τις ιαπωνικές εταιρίες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να βλέπουμε όλο και ταχύτερη μετάφραση και έκδοση των νέων ιαπωνικών σειρών στα Αγγλικά, σημάδι (μάλλον) θετικό.

Αυτό λοιπόν ήταν το πρώτο “κοψίδι”, που μου βγήκε λίγο σε αγριογούρουνο extra-large, αλλά ρεαλιστικά αποτυπώνει πολύ περισσότερο την κατάσταση όπως την αντιλαμβανόμαστε εδώ, από ότι το επόμενο μέρος, που αφορά τις ιαπωνικές κυκλοφορίες. Όπως τα περισσότερα πράγματα που αφορούν τον ιαπωνικό πολιτισμό, έτσι και τα manga, κατά τη δεκαετία που πέρασε, εμφανίζουν μια σχεδόν σχιζοφρενική τάση για συγκλονιστικές παραγωγές και μεγαλειώδεις πατάτες, με αμφότερα όμως να γίνονται trends… ταυτόχρονα!

Εδώ ας ξεκινήσω από τα – “άσχημα” δεν είναι σωστό, οπότε θα πω – ενοχλητικά: υπήρξε μια τρομακτική παραγωγή και ατέρμονο hype για μέτριες σειρές τύπου harem (ένας loser, πολλές γυναίκες, όλες τον θέλουν, άγνωστο το γιατί), καθώς και σχεδόν φωτοτυπική δημιουργία τίτλων με πρωταγωνιστές bishounen (“pretty boys”), των οποίων το πλασάρισμα ήταν συχνά αυτοσκοπός. Ακόμη και η Kaori Yuki, κατά κοινή ομολογία σπουδαία δημιουργός και με ενδιαφέρουσα γραφή, το κούρασε, τόσο με το ANGEL SANCTUARY, όσο και με το GODCHILD, θυσιάζοντας (κατ’ εμέ) την υπόθεση στον βωμό του eye-candy ερμαφροδιτισμού (κορίτσια άμα είναι να αρχίστε να βαράτε, νουμεράκι και στην ουρά). Περαιτέρω, ορισμένες σειρές που επιχείρησαν να κάνουν, τόσο μια ενδοσκόπηση, όσο και προς τα έξω παρουσίαση του κόσμου των Ιαπώνων geeks (otaku), όπως το εξαιρετικό GENSHIKEN και το ενδιαφέρον COMIC PARTY, άνοιξαν τον δρόμο για υπέρμετρα goofy series, βρίθουσες από αυτοαναφορικό χιούμορ, είτε στα πλαίσια της ίδιας της Ιαπωνίας, είτε ενός genre (όπως για παράδειγμα το over-hyped και κατ’ εμέ μεγάλη πατάτα, SOUL EATER).

Γενικά, περίπου στα μέσα της δεκαετίας υπήρχε πολύ έντονη κίνηση σε manga που άγγιζαν τα όρια του βίπερ νόρα και παρόλο που εικόνα που έχω είναι ίσως διαστρεβλωμένη, λόγω της απόστασης περίπου μισού πλανήτη, αυτό ήταν κάτι που παρατήρησα ακόμα και στο λίγο χρονικό διάστημα που βρέθηκα και ο ίδιος στην Ιαπωνία. Πριν προχωρήσω, να σημειώσω εδώ ότι, καθώς η παραγωγή manga και anime είναι αλληλένδετη στην Ιαπωνία, όσα γράφω αφορούν αμφότερους χώρους και συχνά οι κινήσεις στον ένα αιτιώνται των αποτελεσμάτων στον άλλο.

Ωστόσο, αν έπρεπε να εντοπίσω το στοιχείο που χαρακτηρίζει συνολικά τη δεκαετία, αυτή είναι η (διαμετρικά αντίθετη με τα όσα περιγράφονται στην πιο πάνω παράγραφο) στροφή σε παραδοσιακές, αναγνωρισμένες φόρμες storytelling και προσπάθεια αποκόλλησης από τις επαναλαμβανόμενες νόρμες του (πλέον) καθιερωμένου ιαπωνικού manga. Έτσι παρατηρούμε μια πάρα πολύ έντονη στροφή στο αστυνομικό μυστήριο, τον ψυχολογικό τρόμο και απεικόνιση του υπερφυσικού που, είτε να αποτελεί όχημα για τα παραπάνω, είτε μπολιάζεται με ένα concept παρμένο σαφώς έξω από τη manga μυθολογία: εβραϊκή και καθολική παράδοση, noir, μεσαιωνική αλχημεία, ευρωπαϊκή λογοτεχνία και δυτική συνομωσιολογία. Έτσι ξεχωρίζω τις ακόλουθες σειρές σαν σταθμούς στο νέο πρόσωπο που εμφάνισαν τα manga (ή anime που έγιναν manga και τούμπαλιν) κατά τη δεκαετία που μας πέρασε:

MONSTER (1994): Ξεκίνησε στα 90s, ολοκληρώθηκε το 2001, αλλά σε εμάς έφτασε μόνο στα 00s και έχαιρε ευρείας αναγνώριση με το anime του 2004. Πολύπλοκο συνομοσιωλογικό σενάριο που ανακατεύει στοιχεία από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα μυστικά και τα παράνομα ψυχολογικά και ιατρικά πειράματα πάνω σε ανθρώπους. Έχει έντονα αστυνομικό και ιστορικό χαρακτήρα και μια δαιδαλώδη πλοκή αιτίων και μακροπρόθεσμων αποτελεσμάτων. Αν και προσωπικά αίσθηση μου έκανε μόνο η αρχή του (καθότι το ευρύτερο σενάριο δεν είναι κάτι καινούργιο στη Δύση, αν και πολύ καλογραμμένο), είναι αδιαμφισβήτητα αντιπροσωπευτικό της στροφής που προανέφερα.

MPD PSYCHO (1997): Άλλο ένα που ξεκίνησε στα 90s αλλά έγινε ευρέως γνωστό στα 00s. Αμιγώς αστυνομική σειρά, με το plot twist ότι ο ίδιος ο ντετέκτιβ πάσχει από Σύνδρομο Πολλαπλής Προσωπικότητας και κατά περίπτωση, ανάλογα με την υπόθεση, διαφορετικές προσωπικότητες αναλαμβάνουν τα ινία. Τα εγκλήματα είναι φρικιαστικά, αποτρόπαια και κάτι παραπάνω από “ελαφρώς” στα όρια του science fiction. Εδώ είναι ιδιαίτερα έντονο το στοιχείο του ψυχολογικού τρόμου και δράματος.

FULLMETAL ALCHEMIST (2001): Reimagining ενός κόσμου στις γραμμές της Ευρώπης της βιομηχανικής επανάστασης, με την αλχημεία να είναι η κρατούσα επιστήμη. Η Hiromu Arakawa έχει κάνει εκτενή έρευνα πάνω στην αλχημική παράδοση, μέχρι και τον Παράκελσο, και έχει ενσωματώσει πλήρως όλα αυτά τα στοιχεία στο κοσμοείδωλο του έργου της. Πέρα από την έντονη δράση, υπάρχει το στοιχείο του «αστυνομικού” μυστηρίου και της συνομωσίας, καθώς οι πρωταγωνιστές πρέπει να συνδέουν μεταξύ τους τις ανακαλύψεις που κάνουν στην αναζήτησή τους, ελισσόμενοι τόσο μέσα στο πολιτικό / στρατιωτικό σύστημα, όσο και στο σκιώδες υπόβαθρο των αλχημικών πειραμάτων.

DEATH NOTE (2003): Το hype της δεκαετίας, hands-down και εν μέρει όχι αδίκως: αμιγώς και περίπλοκα αστυνομική ιστορία, με έντονες επιρροές από διάφορα πεδία των μαθηματικών, όπως οι πιθανότητες, η στατιστική, η λογική και η θεωρία παιγνίων. Πολυεπίπεδοι χαρακτήρες, συνήθως με αρκετή ανάπτυξη, σχόλιο πάνω σε μια κοινωνία διεφθαρμένων κυβερνήσεων και θεσμών και είδος κοινωνικού πειράματος πάνω στην αντίληψη του μέσου ανθρώπου για τη δικαιοσύνη. Χάνει πολύ στο σημείο που παίζει υπερβολικά το χαρτί των pretty boys / bad boys και εκφυλίζει αρκετά μια σχέση χαρακτήρων απευθείας παρμένη από τον Sherlock Holmes και τον καθηγητή Moriarty. Ο τρόπος με τον οποίο “ο θάνατος είναι θεότης αδιάφορη”, δίνει στο υπερφυσικό σημαίνοντα αλλά σεναριακά διακριτικό ρόλο.

PLUTO (2003): Πιθανώς ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της δεκαετίας που πέρασε, συνδυάζοντας τόσο τη στροφή στο παρελθόν, με σενάριο βασισμένο σε αυτό του Osamu Tezuka, καθώς και την πολύπλευρη αστυνομική πλοκή, ενώ ταυτόχρονα ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία του είναι το sci-fi και τα ρομπότ που ευρέως συνδέονται με τα ιαπωνικά comics. Reimagining από τον δημιουργό του MONSTER μιας από τις κλασσικές ιστορίες του ASTRO BOY, με έμφαση στις πλεκτάνες και τις συνομωσίες που κατέστησαν τόσο δημοφιλές το προηγούμενο έργο του. Μυστήριο, ψυχογράφημα, ερωτήματα πάνω στα βασικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης και υπόστασης, ψυχολογικό δράμα και σειρά δράσης: ένα συνολικό αριστούργημα.

HIGURASHI NO NAKU KORO NI (2005): Manga εμπνευσμένο από ιαπωνικό παιχνίδι, το οποίο σε μεγάλο βαθμό αποτελούσε μια γροθιά στο στομάχι του harem genre. Διατηρώντας όλα τα βασικά στοιχεία του “ένας άντρας, πολλές γυναίκες”, οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα επίπλαστο αίσθημα ασφάλειας και προσμονής μιας ανάλαφρης, αφελούς ρομαντικής ιστορίας, μόνο για να τον χτυπήσει απανωτά με τα πιο ακραία στοιχεία ενός θρίλερ μυστηρίου. Άγριες δολοφονίες, παράνοια, αμφιβολία για το ποιος είναι εχθρός ή φίλος και μια μέρα της μαρμότας στο τέλος της οποίας ξέρεις ότι περιμένει ο θάνατος. Για μένα ήταν μια από τις πιο σοκαριστικές δημιουργίες της δεκαετίας, η οποία απέδειξε ότι ένα twist στην πεπατημένη μπορεί να έχει πολύ πιο συγκλονιστικά αποτελέσματα από την αναζήτηση του “new cool thing”.

JIGOKU SHOUJO (2005): Anime του 2005 από στο Studio DEEN, το οποίο την ίδια χρονιά μεταφέρθηκε σε manga από την Kodansha. Εδώ το υπερφυσικό συναντά τις φήμες, το urban legendry και το άκρατο, ανούσιο και μικροπρεπές μίσος που τρέφει ο ένας άνθρωπος για τον άλλο. Βάζοντας εδώ τον δημοσιογράφο στον ρόλο του ντετέκτιβ, η ιστορία εκτυλίσσεται σπονδυλωτά, καθώς αφελείς, απελπισμένοι ή απλά άμυαλοι άνθρωποι καταριούνται και καταδικάζουν σε μια αιωνιότητα στην Κόλαση ο ένας τον άλλο, καθώς και τους εαυτούς τους. Εδώ βλέπουμε εμφανώς το πώς οι επικίνδυνες φήμες παίρνουν διαστάσεις πανδημίας (hint-hint).

D.GRAY-MAN (2006): Ξεκινά απατηλά, σαν shounen με έμφαση στο υπερφυσικό και εξελίσσεται σε ένα τελολογικό δράμα, με μια πρωτόγνωρη αίσθηση απελπισίας για manga του είδους. Μέσα σε ένα πλαίσιο εβραϊκής μυθολογίας, χαρακτήρων και ύφους εμπνευσμένων από τις αιματηρές προφορικές παραδόσεις όπου βάσισαν τα παραμύθια τους οι Grimm, αποτελεί σε μεγάλο βαθμό ένα ψυχογράφημα: τόσο οι “καλοί”, όσο και οι “κακοί”, συχνά μισούν τους εαυτούς τους σε βαθμό αυτοκαταστροφής, καθώς μια πραγματικότητα που έχει μετατραπεί σε εφιαλτικό ντελίριο αρχίζει και φαντάζει φυσιολογική. Η έντονη δράση αποτελεί απλώς μια ανάπαυλα από την συνεχή απογύμνωση του ανθρωπίνου πνεύματος.

Βεβαίως, λογικά κάποιος θα παρατηρήσει ότι η παραπάνω λίστα είναι απελπιστικά ελλιπής και ενδεχομένως το “δεύτερο κοψίδι” αρκετά ισχνό. Βεβαίως, θα είχε δίκιο: η επισκόπηση μιας τέτοιας γαργαντοειδούς βιομηχανίας όπως τα manga, τα οποία είναι και άρρηκτα δεμένα με τις περισσότερες μορφές ιαπωνικού popular culture, θα ήταν δύσκολη ακόμα και για τον συνάδελφο του όποιου αντίστοιχου ιαπωνικού Comicdom: μιλάμε για εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια νέους τίτλους, ένα μικροσκοπικό ποσοστό των οποίων φτάνει στη Δύση και πάλι εκ των οποίων ο καθένας έχει επαφή με όσα άπτονται του προσωπικού του γούστου. Έτσι για παράδειγμα, από το κείμενο αυτό απουσιάζουν παντελώς οι Junko Mizuno, Toru Yamazaki, Kanako Inuki και άλλοι σημαντικοί εκπρόσωποι του (κατά κάποιο τρόπο) Japanese pulp horror, πολύ απλά διότι δεν έχω καθόλου επαφή με το έργο τους. Περαιτέρω, αναζητώντας πληροφορίες και λεπτομέρειες για τα όσα έγραψα εδώ, βρήκα ακόμα δεκάδες που θα ήθελα να αναφέρω ή να αναλύσω, αλλά τότε αυτή η ανασκόπηση θα απαιτούσε πιθανώς συγγραφή εβδομάδων, αν όχι μηνών.

Η ουσία του πράγματος είναι ότι πλέον έχουμε κάποιους σοβαρούς πάροχους αγγλικών μεταφράσεων manga στη Δύση, καθώς και το ότι τα ίδια τα manga, παρά την τάση προσκόλλησής τους σε εύκολα αρχέτυπα, δεν έχουν σε καμία περίπτωση πάψει να αναπτύσσονται: εν ανάγκη επινοούν εκ νέου τα genre τους, δανείζονται και συνδυάζουν με απρόβλεπτους τρόπους στοιχεία παραδοσιακά, όσο και “εισαγόμενα” και συνεχίζουν να γνωρίζουν μια άνθηση δημιουργικότητας με εξαιρετικά ελκυστικά αποτελέσματα.