ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ [ΤΟ ΚΑΚΟ ΒΟΤΑΝΙ]

Writer/Artist: David Prudhomme
Μετάφραση: Θανάσης Πέτρου
Futuropolis / 9 (Ελευθεροτυπία)

Στην προηγούμενη επίσκεψη μου στις Βρυξέλλες, πριν από ενάμιση χρόνο περίπου, χαζέυοντας στα ράφια ενός από τα πολλά κομιξάδικα, βρήκα μπροστά μου το μεγάλου μεγέθους, κατά τα ευρωπαϊκά στάνταρ, σκληρόδετο ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ. Δυστυχώς, δε γνωρίζω ούτε λέξη γαλλικά, και ενώ τα φλαμανδικά μου είναι κάπως καλύτερα, ούτε αυτά μπόρεσαν να με βοηθήσουν. Αρκέστηκα λοιπόν σε ένα απλό ξεφύλλισμα, να δω τουλάχιστον περίπου περί τίνος πρόκειται. Το σχέδιο και κάποια ονόματα που διέκρινα μου κέντρισαν το ενδιαφέρον και έκτοτε έψαχνα για μια αγγλική έκδοση. Η έκπληξη όμως έγινε από τις εκδόσεις 9 της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ και τελικά βρέθηκε στα χέρια μου η ελληνική έκδοση του.

Ας κάνουμε όμως μερικά βήματα πίσω και ας μιλήσουμε για το ίδιο το ρεμπέτικο, ως μουσικό είδος και κίνημα, αλλά και τα ιστορικά γεονότα που το πλαισιώνουν. Όπως όλοι ξέρουμε, οι ευφάνταστες επιλογές των ελληνικών κυβερνήσεων στις αρχές του 20ου αιώνα, καθώς και τα power games των Μεγάλων Δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα τον πόλεμο με σκοπό “να ξαναπάρουμε αυτά που ήταν δικά μας”. Το αποτέλεσμα γνωστό. Η ήττα αυτή οδήγησε την Ελλάδα στη συνθηκολόγηση με την Τουρκία. Ένας όρος αυτής της συνθήκης, ήταν και η ανταλλαγή πληθυσμών. Αυτό είχε σαν συνέπεια την αθρόα εισροή μεταναστών και προσφύγων στον ελληνικό χώρο και ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα και λιμάνια της χώρας σε Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη. Ένα από τα προϊόντα της ζύμωσης των νεοφερμένων με τους “ντόπιους” ήταν και το ρεμπέτικο, που άνθισε τις δεκαετίες του ’30 και ’40. Οι ρεμπέτες ήταν άνθρωποι φτωχοί, μάγκες χωρίς σταθερές δουλειές που ζούσαν για να παίζουν και να τραγουδούν τη μουσική τους, ακολουθόντας τους κανόνες του δρόμου. Η δικτατορία του Μεταξά κυνήγησε μανιασμένα τους ρεμπέτες και οτιδήποτε “ξενόφερτο” όπως κάθε δικτατορία που θα σεβόταν τον εαυτό της. Έτσι, οι ρεμπέτες για να παίξουν τη μουσική τους κατέφευγαν στις σπηλιές πέριξ του Πειραιά και της Σαλαμίνας.

Η ιστορία του ρεμπέτικου έχει μαγέψει και ενθουσιάσει πολλούς συγγραφείς και μελετητές, εγχώριους και μη. Ένας από αυτούς είναι και ο David Prudhomme που προσπάθησε να μεταφέρει ένα κομμάτι αυτής της ιστορίας στο Μέσο που τόσο αγαπάμε. Πιάνοντας στα χέρια μου την πολυτελή ελληνική έκδοση, δεν μπορούσα παρά να νιώσω ικανοποίηση από το μεράκι και την προσοχή που δίνουν πλέον ορισμένοι εκδότες στα έργα που εκδίδουν. Σκληρό εξώφυλλο, άριστο χαρτί και τα χρώματα όπως πρέπει να είναι.

Η ιστορία του comic είναι βασισμένη σε αληθινά πρόσωπα και καταστάσεις, παραποιημένες για τις ανάγκες της ιστορίας. Φιγούρες όπως του Μάρκου Βαμβακάρη, του Μπάτη αλλά και του πρώτου αρχηγού της αστυνομίας Μπαϊρακτάρη αποδίδονται με ακρίβεια, αφηγηματική αλλά και οπτική. Ο δημιουργός είναι διαβασμένος στο θέμα, και χρησιμοποιεί γνωστή ρεμπέτικη βιβλιογραφία, μερικές φορές και περισσότερο από ότι θα έπρεπε, κάτι όμως που δεν ενοχλεί, σε καμία περίπτωση, τον αναγνώστη. Πολλές οι αναφορές σε “μυθικά” γεγονότα της ρεμπέτικης ιστορίας, πάμπολλες και οι λαογραφικές πινελιές που μας δίνουν μια εικόνα για το πώς ήταν η ζωή του ρεμπέτη στον Πειραιά του ’30.

Οι φίλοι του Μάρκου ξεκινούν ένα πρωινό για να πάνε να τον παραλάβουν από τις φυλακές του Συγγρού. Στην διαδρομή θα γίνουν διάφορα “επεισόδια” ώσπου να καταλήξουν οι φίλοι να συναντηθούν και να πουν (και πιουν) τα νέα τους. Η συνέχεια θα δοθεί τη νύχτα στους τεκέδες του Πειραιά, όπου η τετράδα παίζει μουσική, κάνει το ναργιλέ και παίρνει μέρος σε τσακωμούς, μέχρι να έρθει το πρωί. Απλή ιστορία, χωρίς σασπένς και δραματικές αλλαγές. Με τη συνοδεία γνωστών “χασικλήδικων” ρεμπέτικων τραγουδιών του Μάρκου, του Δελιά και του Μπάτη, οι ήρωες ζουν όπως έμαθαν και όπως το επιβάλλει ο δρόμος και το ρεμπέτικο. Αντιεξουσιαστές κατά συνέιδηση, χλευάζουν τους μπάτσους, είναι χωρατατζήδες και δε διστάζουν να τραβήξουν το μαχαίρι όταν χρειαστεί.

Το σχέδιο είναι λιτό, ευρωπαϊκό, με τους σέπια τόνους να αναδεικνύουν την σκόνη του Πειραιά και το σκληρό ελληνικό φως, και τις σκιές να βαραίνουν την νυχτερινή ατμόσφαιρα του τεκέ. Δίνοντας μεγάλη βάση στη βιβλιογραφία και σε αυτό τον τομέα, ο Prudhomme χρησιμοποιεί γνωστές φωτογραφίες της εποχής ως βάση για το σκίτσο του, ρεμπέτικης θεματολογίας, για να δώσει ένα πιο “ιστορικό/ερευνητικό” τόνο στη δουλειά του.

Το ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ δεν είναι από τα comics που μου άλλαξαν τη ζωή. Συγκεκριμένα πιστεύω πως με τα δικά μου κριτήρια είναι ένα απλά καλό comic. Φυσικά η προσωπική μου άποψη δε λέει και πολλά, μιας και το συγκεκριμένο πόνημα έχει κερδίσει αρκετά διεθνή βραβεία. Αυτό που με συνεπήρε δεν ήταν κατά βάση ούτε η ιστορία ούτε το σχέδιο.  Σε κάποια άλλη περίπτωση ίσως και να το είχα προσπεράσει. Όμως η θεματολογία, η περιπλάνηση στον Πειραιά του ’30 μου έδωσε τη δυνατότητα να δω, έστω και προσεγγιστικά, πώς ήταν η ζωή τότε, στις γειτονιές που μεγάλωσαν πολλοί από τους παππούδες μας. Το γεγονός ότι αυτή η προσέγγιση προέρχεται από κάποιον μη Έλληνα καθιστά την αναπαράσταση λιγότερο μονοδιάσταση και περισσότερο αμερόληπτη από την αντίστοιχη κάποιου νεοέλληνα δημουργού.