TAMARA DREWE GN

Writer/Artist: Posy Simmonds
Jonathan Cape

Το πώς έφτασε το παρόν στα χέρια μου, είναι μια μάλλον μεγάλη και όχι ιδιαίτερα plausible ιστορία, που σχετίζεται με μία από τις δουλειές που κάνω. Το γιατί το διάβασα δεν δικαιολογείται ούτε από την ιστορία, ούτε από τους χαρακτήρες, αλλά μάλλον από το σχέδιο και το format. Σαν θεματολογία, δεν έχει την παραμικρή σχέση με τα συνήθη αναγνώσματά μου, οπότε είπα να εκθέσω την “άποψη του τρίτου”.

Ο τόμος που διάβασα συλλέγει τα strips της δημιουργού που εκδόθηκαν στην εφημερίδα “Guardian”, από το 2005 ως το 2007, και συνολικά αποτελεί μια σύγχρονη απόδοση του AWAY FROM THE MADDING CROWD, του Thomas Hardy.

Παρά το γεγονός ότι το όνομά της φιγουράρει στον τίτλο, η Tamara Drewe δεν θα έλεγε κανείς ότι είναι η ηρωίδα της ιστορίας, όσο η παραφωνία που έρχεται να ταράξει τις ζωές των κατοίκων μιας μάλλον απροσδιόριστης αγγλικής εξοχής, καθώς και των ενοίκων του Stonefield Retreat. Το Stonefield είναι ένα θέρετρο για συγγραφείς, το οποίο συντηρεί και διαχειρίζεται η Beth Hardiman, γυναίκα του Richard Hardiman, διάσημου συγγραφέα σειράς αστυνομικών βιβλίων. Την ιστορία, μάλιστα, ανοίγει ένας εξ’ αυτών των συγγραφέων, ο Dr. Glen Larson, ένας τυπικός “amiable fat guy”.

Μιλώντας για το TAMARA DREWE, είναι δύσκολο να αναφερθεί κανείς στο σενάριο, διότι είναι γραμμένο ώστε να μιμείται αλληλουχίες γεγονότων της πραγματικής ζωής, οι οποίες, σχεδόν απαρέγκλιτα, στερούνται προδιαγεγραμμένης εξέλιξης, κορύφωσης και κατάληξης. Η Simmonds στρέφεται, αντί σε χαρακτήρες, σε μια εξέταση των αρχετύπων τους, βγαλμένων από τη ζωή. Ο Richard Hardiman είναι επιτυχημένος, κομπλεξικός, τα φοράει ασύστολα στη γυναίκα του και σαγηνεύει εύπιστες κυρίες και δεσποινίδες. Η γυναίκα του, η Beth, είναι πιστή, υπομονετική, εργατική και σχεδόν πάντα έτοιμη να συγχωρήσει τα πολλά του παραστρατήματα, ακόμη και όταν, δικαίως, τον υποπτεύεται – η αληθινή κολώνα του σπιτιού. Η ίδια η Tamara είναι μια ανασφαλής και ταυτόχρονα ωραιοπαθής τσούλα, η οποία, μετά την πλαστική στη μύτη της, επιστρέφει στο πατρικό της με στόχο να επιδείξει “τη νέα Tamara” στους παλιούς της γνωστούς και σε κάθε ευκαιρία να πηδήξει τους καινούργιους (μεταφορικά και κυριολεκτικά).

Το υπόλοιπο cast, από τον πρώην drummer των Swipe, μέχρι τις δύο βαριεστημένες έφηβες, που βάζουν το ήδη δυσλειτουργικό cast σε μπελάδες, και τον κηπουρό Andy Cobb, κινείται αγνοώντας παντελώς τον αναγνώστη, γεγονός που συνεισφέρει στον ρεαλισμό. Κάτι σαν το TRUMAN SHOW στο χαρτί.

Αν όλα τα παραπάνω δεν σας πείθουν ότι το σενάριο είναι ενδιαφέρον, ορθά δεν σας πείθουν: από μόνο του είναι παντελώς αδιάφορο. Το ενδιαφέρον στη γραφή είναι η παρουσίαση μιας ματιάς στον κόσμο και την ψυχοσύνθεση των συγγραφέων, καθώς και της ημι-επαρχιακής Αγγλίας, με το αρχικά “ελεγχόμενο περιβάλλον” τους να διαταράσσεται από την άκρατη και, ενίοτε, αδέξια σεξουαλικότητα της Tamara.

Όπως είπα, όμως, δεν διάβασα τον τόμο ούτε για το σενάριο, ούτε για τους χαρακτήρες. Το σχέδιο, με μια χαρακτηριστική γαλλο-βελγική υφή, σε συνδυασμό με την ανάμειξη ψευδο-χειρόγραφου κειμένου και εικόνας, είχε σαν αποτέλεσμα κάτι εξαιρετικά ελαφρύ και εύκολο στην ανάγνωση. Ήταν σχεδόν σαν να αλληλογραφούσα με τους χαρακτήρες συνοδεία εικόνων, ή να διάβαζα τα εξαιρετικά εικονογραφημένα ημερολόγιά τους. Ταυτόχρονα, η προσοχή στη λεπτομέρεια των απεικονίσεων με έκανε να κοιτάζω κάποιες σελίδες για ώρα, μελετώντας τα επιμέρους στοιχεία τους, όπως σε μια φωτογραφία.

Όσο για το format, λίγο μικρότερο από μιας Berliner εφημερίδας και με εκτύπωση σε χοντρό χαρτί εξαιρετικής ποιότητας, με έκανε για πρώτη φορά να σκεφτώ την “αφή της ανάγνωσης”, με ό,τι παραδοξότητα συνεπάγεται αυτό.

Εν κατακλείδι, αξίζει να το διαβάσετε; Αν ψάχνετε για υπόθεση, βάθος και τα τοιαύτα, αφήστε το καλύτερα. Δεν είναι τυχαίο ότι η ταινία πέρασε αδιάφορη. Ωστόσο, αν θέλετε να δοκιμάσετε μια διαφορετική εμπειρία ανάγνωσης, που δεν θα κουράσει το μυαλό ή τα μάτια σας και θα σας δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι “κάτι γνώριμο έχουν όλα αυτά”, μπορείτε να το δοκιμάσετε.