GRENDEL TALES: HOMECOMING

Writer: Pat McEown
Artists: Pat McEown, Dave Cooper
Dark Horse

Άλλο ένα διαμαντάκι του παρελθόντος – 20 σχεδόν ετών – το οποίο, παρόλο που γράφτηκε βασικά σαν επίλογος του GRENDEL: WARCHILD, στέκεται μια χαρά μόνο του, δίχως να προκαλεί ιδιαίτερες απορίες για τα γεγονότα που προηγούνται (αν, ωστόσο, σας τρωει τι ακριβώς έχει γίνει, εδώ θα βρείτε περισσότερα).

Βρισκόμαστε κάπου στο 2609 μ.Χ. (αυτό κατόπιν research – δεν το λέει μέσα) και η Susan Veraghen, μια γιγάντια πρασινομάλλα με κατάλευκο δέρμα, επιστρέφει στην πατρική της πόλη. Τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ – από τα πτώματα που βλέπει κρεμασμένα στις κεραίες αναμετάδοσης, μέχρι τα σκουπίδια, τα ναρκωτικά, τις πόρνες και τους κάθε λογής κατεστραμμένους που γεμίζουν κάθε γωνία και σοκάκι, φαίνεται πως στα χρόνια της απουσίας της η πόλη έγινε ένα ακόμα μικρό κομμάτι Κολάσεως επί Γης.

Μπαίνοντας σε ένα μπαρ, θα μάθει για τους Orion’s Bastards, τη συμμορία που φαίνεται να έχει καταλάβει την πόλη και θα συναντήσει ξανά μια παιδική της αγάπη, τη Martha, που τώρα χρησιμοποιεί ως πόρνη το όνομα Avril. Βγαίνοντας ξανά έξω, θα βρεθεί για πρώτη φορά αντιμέτωπη με τους Bastards, καθώς προσπαθούν να κλέψουν την ιπτάμενη βέσπα της. Όχι μόνο αυτό, αλλά έχουν οικειοποιηθεί το όνομα των Grendel, στο όνομα του αρχηγού τους, Bustopher Gropius Abelard, ή απλώς Buster.

Αυτό που δεν γνωρίζουν, όμως, είναι ότι η Susan όχι μόνο κατάγεται από μια φατρία Grendel, αλλά είναι και εκείνη που πολέμησε στο πλευρό του Paladin, Grendel-Prime, στη διάρκεια της ανάκτησης του θρόνου από τον γιο του Orion Assante, Jupiter I. Δίχως πολλά–πολλά τους μετράει τα παΐδια και πάει στο σπίτι της Avril, όπου ανακαλύπτουν εκ νέου τον έρωτά τους και η Susan κάνει μια περιληπτική αφήγηση των περιπετειών της από το τέλος του GRENDEL: WARCHILD και μετά.

Ωστόσο, καθώς οι δύο γυναίκες σχεδιάζουν την από κοινού αποχώρησή τους από την πόλη, τα νέα φτάνουν στον Buster και, με μία συγγραφική απλότητα που σου σκίζει τα σωθικά, όλα πάνε κατά διαόλου, οδηγώντας τη Susan να ξαναβάλει την πανοπλία της και να ποτίσει το χώμα με το αίμα των εχθρών της.

Έχω αφήσει μερικά σημαντικά στοιχεία απ’ έξω, διότι πιστεύω ότι αξίζει να το διαβάσετε και, άλλωστε, πρόκειται για μια ιστορία μόλις τριών τευχών. Ακόμα, όμως, κι αν έχετε καταλάβει όλη την ιστορία, αυτό δεν είναι σημαντικό, διότι ο McEown καταφέρνει να γράψει ένα αυτοτελές aftermath που σε προκαλεί να αναζητήσεις την προηγούμενη σειρά, καθώς και τη συνέχεια (τη νουβέλα του Greg Rucka, PAST PRIME), ενώ ταυτόχρονα συνθέτει ένα “στιγμιότυπο” από τη ζωή του κεντρικού χαρακτήρα, με αρχή, μέση και τέλος,

Το δε artwork είναι απλά εκπληκτικό, αποδίδοντας με μολύβι και νερομπογιές εξίσου επιτυχημένα τη σήψη, την τρυφερότητα και τη σεξουαλικότητα των σκηνών, δίχως να υστερεί σε τίποτα, αναφορικά με την αναγκαία αγριότητα των σκηνών δράσης.