ALAN ROBERT’S KILLOGY #1 (of 4)

Writer/Artist: Alan Robert
IDW 

Να σας πω τί με νευριάζει περισσότερο από μία κακή ιδέα για σενάριο; Μία πολύ καλή, που όμως χαραμίζεται στα χέρια ενός ακατάλληλου για αυτή σκηνοθέτη/συγγραφέα/μουσικού/κομίστα. Αναφέρομαι σε εκείνη τη στιγμή, όπου, ενώ έχεις πάει γεμάτος χαρά και προσδοκία στο σινεμά, έχοντας διαβάσει την εξαιρετική υπόθεση της ταινίας κάτω από το trailer, βγαίνεις από την αίθουσα με μέτωπο ρυτιδιασμένο από τις σκέψεις: “Μα γιατί αγνόησα τα αρνητικά reviews στο rotten tomatoes;” “Μα γιατί πίστεψα πως θα έχει διάλλειμα και δεν πήρα εξαρχής ποπκόρν;”Μα γιατί δεν έδιναν σε εμένα αυτήν την απίθανη ιδέα, να τους φτιάξω μία ταινία της προκοπής; 

Το τελευταίο ερώτημα με απασχόλησε αρκετά, όταν γύρισα και την τελευταία σελίδα του ALAN ROBERT’S KILLOGY #1. To description στο οποίο στηρίχτηκα πριν το αγοράσω, μου υποσχόταν τα εξής: Frank Vincent (GOODFELLAS), Marky Ramone (το προφανές) και Brea Grant, όλοι μαζί, δολοφόνοι, στο ίδιο κελί. Την Brea δεν την ήξερα ,ομολογώ, (αργότερα έμαθα πως παίζει στο HEROES), αλλά τα άλλα δύο ονόματα, και η κατάσταση όπου τους τοποθετεί ο writer, μου φάνηκαν υπέραρκετα για να πάμε παρέα με το comic στο ταμείο.

”Και τι περίμενες, ρε συ;” Με ρωτάω τώρα. “Δεν την περίμενες την καφρίλα;”. Ε, πρέπει να έχουν και οι καφρίλες μία συνοχή, ρε παιδιά…

Συναντάμε για πρώτη φορά τους τρεις πρωταγωνιστές, κλεισμένους σε ένα κελί, όπου έχουν να δεχτούν επισκέψεις από τον οποιονδήποτε για δύο μέρες. Η Summer (βασισμένη στην Brea Grant) κλαίγεται για τον μακαρίτη τον άντρα της, που η ίδια δολοφόνησε, ενώ ο Sally και ο Cole (Vincent και Ramone, αντίστοιχα) πλακώνονται. Μη ρωτάς γιατί. Επειδή είναι άντρες, επειδή είναι μάγκες, επειδή έχουν νεύρα, επειδή έτσι. Φαίνεται διασκεδαστική η φάση, σωστά; Ε, δεν είναι. Για έξι (6!) ολόκληρες σελίδες, το μόνο που παρακολουθώ είναι οι ατελείωτοι διάλογοι (= βρισίδια) μεταξύ Cole και Sally, λίγο ξυλίκι, και τη Summer να φωνάζει “stop it, stop it!”, αντί να πάρει κι αυτή μέρος στον καυγά, να αποκτήσει κι ένα ενδιαφέρον βρε παιδί μου.

Και τότε κάνει την εμφάνισή του ο δεσμοφύλακας zombie, δίνοντας μου ελπίδα για μία συνέχεια τρελή, κάφρικη, με γερή δράση, έστω. *Sigh*. Οι σελίδες που ακολούθησαν δεν περιείχαν παρά τις όχι και τόσο ενδιαφέρουσες διηγήσεις του Sally για το πώς υπήρξε μάρτυρας των πρώτων zombie, πριν από λίγο καιρό. Και στο πολυπόθητο τέλος των αφηγήσεων αυτών, έρχεται καπάκι ένα cliffhanger ending (θα ‘θελε), με τους τρεις τους να πρέπει να αντιμετωπίσουν τη νέα, μισοπεθαμένη απειλή. Βέβαια, τα διαλείμματα για σύντομους υπνάκους που έχεις κάνει, ενώ ο Sally λέει την ιστορία του, ίσως και να σε αποτρέψουν από το να φτάσεις έως εκεί.

Και επιτέλους, αγαπητέ Alan Robert, δε ζούμε όλοι στην Αμερική! Καταλάβαμε ήδη από το “Ya got me”, “he’s friggin’ dead”, “did’ya”, “speaka any English?”, πως οι ήρωες είναι παιδιά του αμερικανικού δρόμου. Δε χρειάζεται να γράφεις κάθε φράση στη slang, αναγκάζοντας τον μέσο μη Αμερικανό αναγνώστη να πονοκεφαλιάζει, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει τους διαλόγους και ανατρέχοντας στο Urban Dictionary κάθε δεύτερη σελίδα.

Όσον αφορά στο σχέδιο, είμαι λίγο αναποφάσιστη. Δυσκολεύομαι να διακρίνω εάν είναι υπερβολικά στιλιζαρισμένο, ή αν ο Robert δε ξέρει να ζωγραφίζει ιδιαίτερα σωστά. Κάποια panels υποδεικνύουν το ένα, κάποια το άλλο. Τα χρώματα έχουν και αυτά ένα στιλ, που ίσως όμως να κρύβει και μία προχειρότητα εκ μέρους του colorist (ο Robert πάντα). Δε θα αναρωτηθώ περαιτέρω. Προσωπικά, το art part δε με χάλασε, καθόλου μάλιστα, αλλά από εκεί και πέρα, το αφήνω στο γούστο του κάθε αναγνώστη να το κρίνει.

Χαρακτήρες, λοιπόν, βασισμένοι σε διασημότητες, και zombies. Θα μπορούσε να είναι η συνταγή για ένα επιτυχημένο comic, αναμφίβολα. Κι όμως, το πρώτο τεύχος μας δίνει μία ιστορία χωρίς σκοπό, ήρωες χωρίς βάθος, και ελάχιστη δράση. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Alan Robert έχει παρεξηγήσει τη σημασία του να προσεγγίσεις το αναγνωστικό κοινό, ήδη από τις πρώτες σελίδες, και απλώς φυλάει τις καλές ιδέες για τη συνέχεια. Επειδή, όμως, δε σκοπεύω να μπω στη διαδικασία να επαληθεύσω, κατά πόσο θα ισχύσει κάτι τέτοιο, παρακαλώ όποιον έχει την υπομονή να διαβάσει τα επόμενα τεύχη, να μου πει και μένα. Και αν κάποιος από εσάς, πάρει την απόφαση να το αγοράσει και στο τέλος σκεφτεί “Ρε φίλε, πώς τη χαράμισε έτσι την ιδέα; Κι εγώ θα το έφτιαχνα καλύτερο αυτό.”, ας με πάρει ένα τηλέφωνο να κλάψουμε παρέα.