STOP PAYING ATTENTION
Creator: Lucy Knisley
http://comics.lucyknisley.com/
Ένα από τα πράγματα που μας προβληματίζει, κατά καιρούς, είναι το πως λειτουργούμε, ή επιλέγουμε να λειτουργούμε εντέλει, στην κοινωνία. Αν οι επιλογές μας σε ανθρώπους, καταστάσεις, μουσική, comics, βιβλία, ή οτιδήποτε άλλο, είναι πραγματικά δικές μας ή όχι. Δεν το πάω απαραίτητα στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης από τα Media (αν και είναι πάντα καυτό θέμα και θα μπορούσα), αλλά στη διαμόρφωση της άποψής μας σε σχέση με το φύλο μας, και τα “συμβατά” με αυτό γούστα.
Διορθώστε με αν κάνω λάθος, αλλά πιστεύω πως έχουμε κάνει αρκετή πρόοδο σε σχέση με αυτό. Αν εγώ μπορώ απενοχοποιημένα να αγαπάω τα “αγορίστικα” TRANSFORMERS και τα “κοριτσίστικα” POWER PUFF GIRLS ταυτόχρονα, τα πάμε καλά. Αν μπορεί ο κάθε “Brony” να εκφράζει άφοβα τη συμπάθειά του στα πόνι, τα πάμε καλά. Αν μπορούμε όλοι, γενικά, να κάνουμε ό,τι αγαπάμε, χωρίς να εισπράττουμε, σε μεγάλο βαθμό, αντιδράσεις σεξιστικές (“Μα, τί σόι άντρας είσαι αν πλένεις πιάτα”) ή αντίστροφα σεξιστικές (“Σου αρέσει το STAR WARS κι έχεις ωοθήκες ταυτόχρονα; Θα ντυθείς Princess Leia με χρυσό μπικίνι στο Cosplay του Comicdom;”), τα πάμε καλά. Αναρωτιέμαι, όμως, καμία φορά, αν οι διαφορές μας είναι μεγαλύτερες από αυτές που θέλαμε να πιστεύουμε, ή πιο βαθιά ριζωμένες, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ή ακόμη κι όταν είναι ειλικρινή τα γούστα μας, αν εισπράττονται ως τέτοια από τον υπόλοιπο κόσμο. Για κάποιους ανθρώπους, ένας άντρας βλέπει ρομαντικές κομεντί επειδή η κοπέλα του τον αναγκάζει, και οι κοπέλες κάνουν αγορίστικα πράγματα γιατί επιζητούν προσοχή από τους άντρες. Είναι κι αυτό μια άποψη, δε λέω, αλλά συνήθως δείχνει μικρόνοια και σκέψη βάση στερεοτύπων.
Αυτό που σκεφτόμουν περισσότερο διαβάζοντας το STOP PAYING ATTENTION, είναι γιατί δεν άρεσε στους φίλους μου. Προσωπικά το λάτρεψα, αλλά μου έκανε εντύπωση πως ενώ το θεωρούσα πολύ ενδιαφέρον ως ματιά στην ψυχή (κι όχι απαραίτητα την γυναικεία), οι περισσότερες διθυραμβικές κριτικές που άκουσα ανήκαν σε γυναίκες. Ίσως, να οφείλεται και στο γεγονός πως η Knisley ασχολείται αρκετά με το πως βιώνει τη θηλυκότητά της, και θίγει θέματα όπως η αντισύλληψη, ο σεξισμός, τα στερεότυπα κι άλλα πολλά. Αλλά, από την άλλη, θίγει και θέματα όπως τις εμπειρίες ενός νέου καλλιτέχνη, τις ανησυχίες ενός ντροπαλού ατόμου, και τη δυσαρέσκειά της στο ότι δεν μπορεί να εθιστεί στον καφέ. Δεν απαιτείται απόλυτη ταύτιση για να διασκεδάσεις με μία ιστορία για roller derby. Χρειάζεται, όμως, να μπορείς να εκτιμάς το πόσο καλά αποτυπώνει η καλλιτέχνης την εμπειρία της, και κάπου στο τρένο σκέψης της, θα βρεις ένα βαγόνι που έχει το όνομά σου πάνω. Αξίζει και την αναμονή της σποραδικής ενημέρωσης του.
Ένας από τους φίλους μου, μου είπε, “Καλό είναι μωρέ, αλλά, να, λίγο girly”. Το τι ορίζεις σαν “girly”, βέβαια, είναι ένα θέμα. Είναι αυτό που παράγεται από γυναίκες; Είναι αυτό που απευθύνεται σε γυναίκες; Είναι το IRON MAN girly, εφόσον εγώ το απόλαυσα περισσότερο από τον διπλανό μου; Και το ότι είναι κάτι girly, ή boyish, σημαίνει πως το άλλο φύλο δεν το προσεγγίζει καν; Το φοβάται, το βαριέται, το αγνοεί; Πολλές ρητορικές ερωτήσεις μαζί, βέβαια. Δεν ξέρω αν το STOP PAYING ATTENTION είναι όντως κοριτσίστικο, αλλά θα προσπαθήσω να το παρουσιάσω σωστά, για του λόγου το αληθές.
Το STOP PAYING ATTENTION έχει το feeling Κυριακάτικου τεμπέλικου πρωινού, όταν κάνεις καφέ, κάθεσαι με πιτζάμες, και απλά σκέφτεσαι. Εκεί πάνω, σου σκάνε αναμνήσεις που ήσουν σίγουρος πως είχαν ήδη διαγραφεί από το νου σου, για να κάνουν χώρο για την τοποθεσία του βολικού parking κοντά στην καινούρια σου δουλειά, ή για το μέρος εκείνο που κάνει την καλύτερη πίτσα που έχεις φάει ποτέ. Σταματάς στη μέση της γουλιάς και χαμογελάς όσο σκέφτεσαι εκείνη τη στιγμή στο δημοτικό, ή στο πάρκο, που ίσως ήταν κομβική για σένα και πλέον έχει κιτρινίσει σαν παλιό χαρτί. Θυμάσαι, πάνω-κάτω, και το συναίσθημα που τη συνόδεψε, που ήταν έντονο, και τώρα είναι η φωτοτυπία μιας φωτοτυπίας. Καταλήγεις με κρύο καφέ, ένα τσιγάρο ακόμη, και την αρχή μίας αποστασιοποιημένης υπαρξιακής ανησυχίας, σε σχέση με τα πράγματα που σε έφεραν ως εδώ. Αναρωτιέσαι ποιος είσαι στην πραγματικότητα, αν σε έχει μάθει ποτέ κανείς, αν έχεις μάθει εσύ τον εαυτό σου, αν συνειδητά μπορείς να επιλέξεις να είσαι κάποιος άλλος. Αν είσαι τυχερός (ή όχι), οι ανησυχίες αυτές γλιστρούν από πάνω σου, με το νερό του ντους που κάνεις πριν βγεις. Σε άλλη περίπτωση, μένουν κάπου εκεί, και σε ξενυχτάνε το βράδυ, με έναν όχι ακριβώς δυσάρεστο τρόπο.
Η Knisley εκφράζει αυτήν την κατάσταση, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, έχουμε όλοι βιώσει, περίτεχνα. Αγάπησα το πολύ, πολύ της κείμενο, τα χορταστικά και μεγάλα strip της και το όμορφο, ροϊκό σχέδιό της. Αγάπησα τις απόψεις της, κυρίως επειδή δε συμφωνούσαν τόσο συχνά με τις δικές μου, και μου έδιναν μια άλλη οπτική. Τον τρόπο που έδινε τις καταστάσεις μέσα από τον εαυτό της, με το ενδεχόμενο να είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα συνεχώς ανοιχτό. Κάτι από σολιψισμό που φοράει πολύχρωμα γυαλιά. Η κάθε της σελίδα, για μένα, είναι Τέχνη, γιατί μπορεί να γίνει αφορμή για συζητήσεις επί συζητήσεων. Θίγει θέματα εντελώς καθημερινά, αυτοβιογραφικά σχεδόν. Πραγματικά, δεν μπορώ να φανταστώ ποιος δεν μπορεί να ταυτιστεί τουλάχιστον, από άποψη καταστάσεων, με κάμποσα από αυτά. Ίσως να έχει να κάνει με το πως προσλαμβάνουμε τα πράγματα. Το έργο της Knisley έχει να κάνει, εξ’ ορισμού, με την ανάλυση και υπερανάλυση καταστάσεων και συναισθημάτων, με τη συνειρμική σκέψη που χορεύει από ιδέα σε ιδέα, και την ελαφριά μελαγχολία του “μερικές φορές ζω στο κεφάλι μου”.
Αν ο αναγνώστης δεν είναι μύστης της σκοπιάς της κάμερας μέσα από τον χαρακτήρα, κατά πάσα πιθανότητα δε θα το εκτιμήσει. Κι αυτό γιατί δε θα έχει την ίδια εμπειρία να αντιπαραθέσει με την Knisley, που κινείται από panel σε panel με ρυθμό διστακτικό και αξιολάτρευτο, δυναμικό και διεκδικητικό, ή απλά σιωπηλά ευτυχισμένο με τα συμβάντα γύρω της, που τη γεμίζουν σκέψεις και αισθητικές απολαύσεις. Αυτό χωρίς να σημαίνει πως καταλήγει σε εύκολα ή κάθετα συμπεράσματα, κάτι που εκτίμησα πολύ. Κυρίως, η Knisley αφηγείται το πως τις ιστορίες γύρω από τη ζωή μας, τις φτιάχνουμε εμείς, και αυτό ισχύει, έστω κι αν δεν το κάνουμε πάντα συνειδητά.