GUARDIANS OF THE GALAXY
Σκηνοθεσία: James Gunn
Σενάριο: James Gunn, Nicole Perlman (σε ιστορίες των Dan Abnett και Andy Lanning)
Πρωταγωνιστούν: Chris Pratt, Zoe Zaldana, Bradley Cooper, Dave Bautista, Lee Pace κ.ά.
Marvel Studios
(Θάνος Φιλάνης)
Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Πρόκειται να μιλήσουμε για την ταινία με το ομιλών ρακούν. Θέλω να έχετε αυτή τη λεπτομέρεια στο μυαλό σας όσο θα διαβάζετε το άρθρο, όχι γιατί θέλω να χρησιμοποιήσω τον καημένο τον Rocket ως δικαιολογία για κάθε ψεγάδι του GUARDIANS OF THE GALAXY, αλλά γιατί η ύπαρξή του πρέπει να μας δημιουργεί μια γενική εικόνα του τι ταινία πρόκειται να δούμε.
Επίσης, ναι μεν οι GUARDIANS είναι μια εύκολη λύση για να αντικατασταθούν οι FANTASTIC FOUR (20thCentury Fox και λοιπά, γνωστά στους περισσότερους), αλλά παρ’ όλα αυτά νομίζω πρέπει να πούμε ένα μπράβο στην Marvel για την κυκλοφορία μιας ταινίας με χαρακτήρες άγνωστους στο mainstream κοινό, την ώρα που η “άλλη πλευρά” λύνει ακόμη το ζήτημα του αν θα πουλούσε μια ταινία WONDER WOMAN.
Πέρα από τα παραπάνω όμως, είχα μεγάλο άγχος για αυτήν την ταινία. Οι GUARDIANS OF THE GALAXY είναι ένα από τα αγαπημένα μου στοιχεία του Marvel Universe και η προοπτική της κινηματογραφικής μεταφοράς είναι αρκετή για να κάνει έναν fan να ανησυχήσει λιγάκι. Το όνομα James Gunn μου ήταν άγνωστο, αλλά μετά από μια γρήγορη αναζήτηση έμαθα πως είναι εν μέρει υπεύθυνος για την ταινία που πολλοί κριτικοί χαρακτήρισαν ως την χειρότερη όλων των εποχών, οπότε το άγχος μου αυξήθηκε ακόμη περισσότερο.
Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση στους GUARDIANS είναι η ακραία, διπολική σχεδόν, εναλλαγή συναισθημάτων που την χαρακτηρίζει, με καλύτερο παράδειγμα τις δύο πρώτες σκηνές, όπου ο τραγικός θάνατος της μητέρας του Peter Quill ακολουθείται από τον Peter/Star-Lord στην προσπάθεια του να συλήσει ένα ναό με την μουσική υπόκρουση του “Come and get your love”. Οι εναλλαγές αυτού του τύπου είναι πολλές και απότομες καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Η πλοκή ακολουθεί τυπική δομή sci-fi περιπέτειας και, ειλικρινά, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Μια ομάδα παρανόμων που σταδιακά μετατρέπονται σε ήρωες, ένα αρχαίο αντικείμενο που εποφθαλμιούν διάφορες παρατάξεις και ένας Thanos που κινεί τα νήματα α λα Emperor Palpatine.
Ως προς τους ηθοποιούς, οι ερμηνείες των Chris Pratt και Zoe Zaldana ήταν αρκετά ικανοποιητικές, όπως και το voice-acting του Bradley Cooper, που αρχικά μου είχε φανεί παράξενη επιλογή (κυρίως επειδή διαβάζοντας τα comicsη φωνή του Rocket Raccoon ακουγόταν πολύ διαφορετική στο κεφάλι μου). Απόλαυσα ιδιαίτερα τον Lee Pace, του οποίου η υπερβολική ερμηνεία μας έδωσε έναν από τους πιο over-the-top κινηματογραφικούς super-villains, στο πρόσωπο του Ronan. Όσο αφορά τον χαρακτήρα του Drax, μπορεί ο Dave Bautista να μην είναι ηθοποιός, όσο ελαστικά κι αν χρησιμοποιήσουμε τον όρο, αλλά και ο Drax the Destroyer δεν είναι ακριβώς ο Macbeth. Τέλος, στους δευτερεύοντες χαρακτήρες, η συμπαθέστατη Karen Gillan πέρασε τουλάχιστον απαρατήρητη ως Nebula και ο Michael Rooker μας έδωσε μια ενδιαφέρουσα space-redneck εκδοχή του Yondu.
Αν υπήρχε ένα πράγμα για οποίο το trailer της ταινίας με προϊδέασε εκατό τοις εκατό θετικά, χωρίς να μου δημιουργήσει ίχνος αμφιβολίας, αυτό ήταν το soundtrack. Η μουσική των 70s και 80s μπορεί να μην είναι το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό μας ως μουσική επένδυση για μια space opera, αλλά ταιριάζει τόσο άψογα με το ύφος της ταινίας, που σε κάνει να απορείς α) γιατί δεν το έχεις δει σε περισσότερες ταινίες τους είδους και β) γιατί δεν έχεις περισσότερα τέτοια τραγούδια στο κινητό/mp3 σου.
Οπότε, τι ακριβώς μας μένει από αυτό το χάος από δράση, over-acting και 70s μουσική; Νομίζω ότι η απάντηση συνοψίζεται καλύτερα από τον ίδιο τον James Gunn. Οι GUARDIANS έχουν στόχο να δημιουργήσουν στο κοινό τα ίδια συναισθήματα που βίωσε ένας ενθουσιασμένος θεατής του ’77, βγαίνοντας από την αίθουσα του κινηματογράφου, μετά από την προβολή του STAR WARS. Δεν ξέρω αν όντως το πετυχαίνει, αλλά μου φαίνεται ιδιαίτερα ευγενές κίνητρο.
Εν τέλει οι GUARDIANS OF THE GALAXY είναι αντικειμενικά μια χαζή ταινία. Το γεγονός όμως ότι το αποδέχεται και δεν παίρνει το εαυτό της στα σοβαρά, την καθιστά μια από τις πιο διασκεδαστικές ταινίες που είδα φέτος.
(Γιώργος Χατζηκωστής)
Ξεκινάω με μια απλή και λιτή δήλωση. Δίχως να θέλω να υποτιμήσω δημιουργούς και χαρακτήρες, ομολογώ ότι η συγκεκριμένη εκδοχή των Guardians Of The Galaxy μου είναι άγνωστη, όσον αφορά το χάρτινο σύμπαν της Marvel. Γνώριζα βέβαια την ύπαρξη της συγκεκριμένης ομάδας, αλλά στη συνείδηση μου, οι ¨πραγματικοί¨ Guardians of the Galaxy είναι από το 31ο αιώνα, αποτελούσαν σταθερούς guest stars σε τίτλους της εταιρίας την δεκαετία του ’70 και τέλος είχαν και μια σειρά που έγραφε και σχεδίαζε ο Jim Valentino πριν τα βροντήξει και πάει και αυτός στη νεοσύστατη – τότε – Image του 1992.
Από την άλλη, μια επαφή με το έργο του σκηνοθέτη James Gunn την είχα, όχι μόνο από το κάπως άστοχο remake του DAWN OF THE DEAD, για το οποίο είχε γράψει το σενάριο, αλλά κυρίως από το SLITHER, ένα συνονθύλευμα τρόμου, κωμωδίας και νοσταλγίας, για το οποίο έκατσε στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Το comedy-drama superhero SUPER, από την άλλη, το αγνοούσα, αν και το πιθανότερο είναι ότι αυτό έπαιξε ρόλο στη πρόσληψη του.
Με τις προσδοκίες μου μαζεμένες, μπήκα στην αίθουσα να δω το δέκατο installment του κινηματογραφικού Marvel Universe, που μέχρι στιγμής δεν έχει αποδειχθεί σταθερά ποιοτικό. Τουλάχιστον, η διάρκεια του ήταν περίπου 2 ώρες, σχετικά μαζεμένη σε σύγκριση με τις υπερβολές που έχουν επιβληθεί τα τελευταία έτη, γεγονός που μου προδιάθεσε θετικά. Αν ήταν χάλια, δεν θα κράταγε πάρα πολύ.
Και μπορώ αναμφισβήτητα να πω ότι πέρασα καλά!
Το άνοιγμα προς την πιο cosmic πλευρά της Marvel, γίνεται με πολλά χρώματα, ρετρό μουσική και μια ομάδα αποτελούμενα από άτομα αμφιβόλου ηθικής ακεραιότητας, που δημιουργείται αρχικά από ανάγκη, αφού όπως επιτάσσουν οι κανόνες της κωμωδίας, δεν τα πάνε και τόσο καλά μεταξύ τους. Αντίπαλος, ο Ronan, τσιράκι του Thanos (που επιτέλους κάνει την εμφάνιση του), που θέλει να σκορπίσει την καταστροφή. Ο Peter Quill ή, όπως θέλει να τον αποκαλούν, Star-Lord (κανένας δεν το κάνει) μπλέκει όχι και τόσο άθελα στα σχέδια του και από εκεί και πέρα η κατάσταση περιπλέκεται.
Η δύναμη της ταινίας βρίσκεται στη χημεία του cast, κάτι που το βρίσκω λίγο περίεργο, όταν τα 2/5 της ομάδας τα αποτελούν CGI. Υπήρχαν βέβαια stand-ins στα γυρίσματα, αλλά εγώ μπορεί να είμαι ένας λίγο γεροπαράξενος. Το σενάριο βοηθάει, με το χιούμορ να υπάρχει σε μεγάλες δόσεις, δεν στερείται όμως καρδιάς και κυρίως δεν χάνει πολύ χρόνο, με την υπόθεση να τρέχει συνεχώς. Αρπάζω την ευκαιρία να δηλώσω ότι εκτίμησα ιδιαίτερα το αστείο με Jackson Pollock, αν και με έκανε να νιώσω λίγο μόνος στην αίθουσα. Οι αμύητοι, τώρα, στη Space Opera ίσως να χρειαστούν λίγο χρόνο μέχρι να εγκλιματιστούν, πιστεύω όμως ότι θα τα καταφέρουν γρήγορα και στο τέλος θα περάσουν καλά.
Το GUARDIANS OF THE GALAXY ήλθε από το πουθενά και κατάφερε να είναι, αν όχι μια από τις καλύτερες ταινίες τον Marvel Studios, τότε σίγουρα η πιο διασκεδαστική, περισσότερο από το αυτάρεσκο AVENGERS. Μια προσέγγιση πολύ πιο κοντά στα γούστα από αυτή της Warner Bros για το κινηματογραφικό σύμπαν της DC, που βλέπω να το τρώει η υπερβολική σοβαρότητα και σοβαροφάνεια. Άντε, γιατί θα έσκαγα.
Τέλος, να γκρινιάξω και λίγο, επειδή δεν μπορώ διαφορετικά. Τον άλλον τον Peter Quill τον απαγάγουν από την Γη το 1988. Σχεδόν ένα τέταρτο αιώνα μετά, το walkman που έχει μαζί του ακόμα λειτουργεί, όπως και τα ακουστικά και η μια και μοναδική κασέτα που είχε μαζί του, δεν έχει μασηθεί. Ενώ εγώ αλλάζω ακουστικά σχεδόν κάθε χρόνο τουλάχιστον, στη ζωή μου έχω “κάψει” τέσσερα με πέντε walkman και οι μασημένες κασέτες άπειρες. Εντάξει, υπερβολές!