Deadman #1
Ο Neal Adams είναι ένας ζωντανός θρύλος και αδιαμφισβήτητα βρίσκεται ανάμεσα στους κορυφαίους σχεδιαστές comics ever (για αυτό εξάλλου βρέθηκε και στη θέση #8 του δικού μας Top 50 Artists). Η συμβολή του στην εξέλιξη του Batman ήταν καθοριστικής σημασίας, αλλά παράλληλα από τα χέρια του πέρασαν και πολλοί άλλοι ήρωες, οι οποίοι ωφελήθηκαν από το ταλέντο του σπουδαίου δημιουργού. Όμως, πολλές πρόσφατες δουλειές του χωλαίνουν, ειδικά αν έχεις υπόψη σου το τι έχει κάνει αυτός ο άνθρωπος στο παρελθόν. Αυτό ενισχύεται στις περιπτώσεις που αναλαμβάνει ο ίδιος τη συγγραφή, αφού, όπως έχει επανειλημμένως αποδείξει, αδυνατεί να διατηρήσει μια υποτυπώδη ενιαία δομή.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και το DEADMAN #1. Αν και διατηρούσα αρκετούς φόβους, ανυπομονούσα για το συγκεκριμένο τεύχος, καθώς είχα την ελπίδα ότι ίσως να μου έβγαζε κάτι από την αίγλη που μου βγάζουν κατά καιρούς ιστορίες παλιότερων δεκαετιών. Δυστυχώς όμως, όχι απλά δεν έγινε αυτό, αλλά βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα από τα πιο “δύσκολα” τεύχη που έχω διαβάσει εδώ και καιρό.
Η βασική ιστορία είναι θεωρητικά απλή. Ο Hook, ο οποίος ευθύνεται για τη δολοφονία του Boston Brand, βάζει στο στόχαστρο τον Commissioner Gordon και ο Deadman προσπαθεί να τον σώσει. Αυτό, φυσικά, δεν είναι το μόνο πράγμα που συμβαίνει στο τεύχος, αλλά αυτή είναι η βασική ιδέα. Όσον αφορά, όμως, στην εφαρμογή της, τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά. Ο Adams ξεδιπλώνει την ιστορία με τον πιο άναρχο τρόπο, ενώ παράλληλα χρησιμοποιεί διάφορα twists, με σκοπό να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Τα twists, όμως, καταλήγουν να τον μπερδεύουν. Και όχι, αυτό δεν συμβαίνει επειδή ο Adams είναι μια καλλιτεχνική ιδιοφυΐα, αλλά επειδή στο συγκεκριμένο τεύχος, όπως αντίστοιχα και παλιότερα στο BATMAN: THE ODYSSEY ή πιο πρόσφατα στο SUPERMAN: THE COMING OF SUPERMEN, ο δημιουργός δεν μπορεί, ή δεν προσπαθεί καν, να εφαρμόσει βασικούς κανόνες storytelling. Η εναλλαγή χρόνου, χώρου και ηρώων γίνεται με τελείως ανορθόδοξο τρόπο, με αποτέλεσμα να σου δημιουργείται η εντύπωση ότι λείπουν ολόκληρες σελίδες, ενώ από την άλλη, παρόλο που ο Adams γνωρίζει καλά τους χαρακτήρες και ξέρει να αποτυπώνει τη φωνή τους στο χαρτί, οι διάλογοι είναι ανά φάσεις απαράδεκτοι. Πρέπει, βέβαια, να ομολογήσω πως υπάρχουν θετικά στοιχεία κι έξυπνες ιδέες που δυστυχώς όμως χάνονται λόγω της αφηγηματικής μεθόδου και της υπερπληροφόρησης που εφαρμόζει ο Adams. Μόνο προς το τέλος η ιστορία δείχνει να μπαίνει σε μία σειρά, κάτι που πιθανόν να αφήνει ελπίδες πως το επόμενο τεύχος, στο οποίο παρεμπιπτόντως αναμένονται οι Zatanna, Doctor Fate και Phantom Stranger, ίσως να είναι κάπως πιο ευανάγνωστο. Αυτός εξάλλου είναι κι ο μόνος λόγος που εγώ θα διαβάσω και το επόμενο τεύχος.
Όσον αφορά στο artwork, όπως μπορεί να φαντάζεστε, τα πράγματα είναι αρκετά καλύτερα, καθώς ο Deadman του Adams είναι καθηλωτικός, οι σκηνές δράσεις είναι καλοσχεδιασμένες, ενώ πολύ καλή είναι και η επιλογή των χρωμάτων. Σίγουρα, όμως, το σχέδιο απέχει πολύ από τις προσδοκίες που πιθανόν να έχει κάποιος από έναν καλλιτέχνη τέτοιου βεληνεκούς. Πολλά panels μοιάζουν τελείως πρόχειρα, ενώ κάποιες συμμετρίες και λεπτομέρειες σε πρόσωπα και σώματα σοκάρουν με το πόσο κακοφτιαγμένες είναι.
Φτάνοντας, λοιπόν, στο τέλος, θα ομολογήσω πως δε μου άρεσε καθόλου το DEADMAN #1. Δε με έπεισε ούτε σεναριακά ούτε σχεδιαστικά και σίγουρα δεν το προτείνω σε κανέναν, παρά μόνο σε φανατικούς οπαδούς του Neal Adams και του Deadman. Οι υπόλοιποι σίγουρα μπορείτε να βρείτε πολύ καλύτερα πράγματα για να διαβάσετε.