Watchmen Season 1

Μια ανασκόπηση εφ' όλης της ύλης

Ο όρος “τέχνη” είναι εξαιρετικά γενικός, χαώδης. Αναφέρεται στη λογοτεχνία, στον κινηματογράφο, στη φωτογραφία, αλλά και στα comics (το οποίο ήδη ξέρατε, για να βρίσκεστε εδώ). Κάθε Mέσο έχει τους κανόνες του, τα είδη του, αλλά και τις ιδιαιτερότητές του. Υπάρχουν comics και βιβλία τα οποία είναι δημιουργημένα καιγραμμένα, ώστε να μεταφερθούν κάποια μέρα, με τρομαχτική ευχέρεια, στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη. Συχνά, όμως, η ιστορία ενός graphic novel καταλήγει πολύ δαιδαλώδης και δεν λειτουργεί εύκολα με κινηματογραφικούς ή τηλεοπτικούς όρους.

Το WATCHMEN των Moore και Gibbons υπάγεται στην δεύτερη κατηγορία. Τα όσα έχει να πει δύσκολα θα μπορούσαν να αποτυπωθούν με επιτυχία επί οθόνης, τόσο λόγω έκτασης, όσο και περιεχομένου. Μια τηλεοπτική προσέγγιση φαντάζει καταλληλότερη, παρά μια κινηματογραφική, εφόσον δύναται να προσφέρει περισσότερο χρόνο στην ιστορία να «αναπνεύσει». Αυτό φαίνεται να είχε κατά νου ο Damon Lindelof, ο οποίος, για λογαριασμό του HBO, ανέλαβε την κυκλοφορία μιας μίνι-σειράς με το θέμα ‘’Watchmen’’, η οποία, μάλιστα, πιάνει το αφηγηματικό νήμα της ιστορίας τριάντα τέσσερα χρόνια μετά τα γεγονότα του έργου του Moore.

Η σειρά, λοιπόν, δεν αποτελεί “adaptation”, με την παραδοσιακή έννοια, αλλά συνέχιση. Παρ’ αυτά, είναι διατεθειμένη όχι μόνο να φέρει πίσω τους οικείους χαρακτήρες από το αρχικό έργο – όπως τον Ozymandias και την Silk Spectre – αλλά και να μιλήσει για τις ίδιες έννοιες και θεματικές που παρουσίασε το comic. Ο Lindelof φαίνεται να έχει διαβάσει εξονυχιστικά τον Moore και να έχει “πιάσει”, σε μεγάλο βαθμό, τους προβληματισμούς του. Το WATCHMEN του HBO θίγει κι αυτό το θέμα της ανιδιοτέλειας του υπερανθρώπου και το κατά πόσο μπορεί να υπάρξει ένας πραγματικά ανθρωπιστής προστάτης της ανθρωπότητας. Καταπιάνεται, επίσης, με κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, όπως και το graphic novel, μόνο που πλέον δεν αφορούν το δίπολο ΗΠΑ-Σοβιετική Ένωση, αλλά την άνοδο της ακροδεξιάς και τα εγκλήματα μίσους. Τέλος, αναφέρεται έντονα και στη σεξουαλικότητα του κάθε χαρακτήρα, μια τεχνική που ήταν σαφέστατα παρούσα στο έργο του Alan Moore: ο Comedian κυκλοφορούσε με μια BDSM στολή, που αντικατόπτριζε τον βίαιο χαρακτήρα του, ο Manhattan δεν είχε διάθεση για σεξουαλική επαφή, κάτι που αντικατόπτριζε την αδιαφορία του για την ανθρωπότητα, κλπ.

Όλα αυτά είναι πολύ ενδιαφέροντα, αλλά τίποτα δεν θα λειτουργούσε εάν η δομή της ιστορίας δεν ήταν πολύ δυνατή. Η αφήγηση του σεναρίου είναι ευρηματική, αξιοζήλευτη. Βιασύνες και προχειρότητες δεν παρουσιάζονται, το χτίσιμο της ιστορίας εκμεταλλεύεται κάθε τηλεοπτικό λεπτό και αναδεικνύει τις ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων του (ακόμα και η Silk Spectre, η οποία υπήρξε η πιο αδιάφορη πρωταγωνίστρια του comic, γίνεται ενδιαφέρουσα). Οι αναδρομές σε παρελθοντικούς χρόνους, οι οποίες είναι αρκετές, δεν υποβαθμίζουν το έργο, αλλά συνεισφέρουν στην περαιτέρω εξερεύνηση του κόσμου του Alan Moore – τουλάχιστον, από την ματιά του Lindelof.

Δυστυχώς, βέβαια, η σειρά φέρει και προβληματικά στοιχεία. Πολλοί έχουν μιλήσει για την αδυναμία του Lindelof να κλείνει τις ιστορίες του, κυρίως αναφερόμενοι στο LOST. Η πιο πρόσφατη δουλειά του επιβεβαιώνει αυτές τις ανησυχίες, καθώς το φινάλε, το οποίο γενικά μπορεί να εξυψώσει ή να υποβαθμίσει ένα έργο, φαίνεται αρκετά “ξεφουσκωτικό”. Δεν ανταποκρίνεται, σε καμία περίπτωση, στο εξαιρετικά εκτελεσμένο δράμα που μας σέρβιραν τα πρώτα οκτώ επεισόδια, καθώς μοιάζει κάπως πρόχειρο και βιαστικό. Κινείται γρήγορα, “κλείνει” τις υποχρεώσεις του τυπικά και, εν τέλει, δεν στέκει ως καθοριστικό τέλος της σειράς.

Εξίσου εκνευριστική είναι και η τεχνική “mystery box”, για την οποία έγινε, άλλωστε, διαβόητος ο Lindelof. Το πιο εξόφθαλμο παράδειγμα εμφανίζεται στο πρώτο επεισόδιο, στο οποίο ο δημιουργός ταΐζει σκόπιμα το κοινό του με δεκάδες υποδείξεις, που υπονοούν πώς ένας νέος χαρακτήρας είναι, στην πραγματικότητα, ο Nite Owl, από του κύριους πρωταγωνιστές του comic. Τελικά, όμως, αποδεικνύεται πως το μυστήριο υπήρξε μονάχα για χάρη του ίδιου του μυστηρίου, πως οι υποδείξεις ήταν παραπλανήσεις, και πως, απλά, η διήγηση της ιστορίας ήταν επίτηδες στημένη ύπουλα, δίχως αντίκτυπο. Αυτό, καθώς και άλλα, αντίστοιχα τρικ, στερούν βαρύτητα από την, κατά τα άλλα, στιβαρή πλοκή.

Παρά τις όποιες ατέλειές του, βέβαια, το WATCHMEN παραμένει μια καλογραμμένη, προσεκτικά δουλεμένη παραγωγή. Κλείνοντας, θα αναφέρω πώς συχνά τη συγκρίνω με μια άλλη, σύγχρονη σειρά, το MANDALORIAN, το οποίο είναι κι αυτό, κατά μία έννοια, συνέχεια ενός πολυαγαπημένου έργου. Από τη σύγκριση, προκύπτει η ανωτερότητα του WATCHMEN και φαίνεται έκδηλα η σωστή οδός που πρέπει να ακολουθεί κανείς, όταν πρόκειταο να συνεχίσει μια κλασική ιστορία.

Παρ’ όλο που και οι δύο σειρές είναι αξιοπρεπείς, το MANDALORIAN συχνά αρκείται απλά στο να αναφέρει παλιά γεγονότα, από την αρχική ιστορία του STAR WARS, στοχεύοντας στη νοσταλγία ως κινητήρια δύναμη για την πρόκληση συναισθήματος. Εμφανίζει παλιούς ήρωες, αναφέρει παλιά γεγονότα, αλλά δεν προσφέρει κάποιο επιπλέον βάθος σ’ αυτά. Στο WATCHMEN, αντιθέτως, ότι συνέβη στο παρελθόν μετράει στην έκβαση της τωρινής ιστορίας, όποιοι ήρωες επανεμφανίζονται έχουν λόγο ύπαρξης στη σειρά, έχουν κάτι σημαντικό να πουν, κάτι να κάνουν.

Αυτή είναι η σωστή οδός. Ο συγγραφέας δεν πρέπει απλά να πατάει στις προϋπάρχουσες βάσεις. Οι βάσεις πρέπει να είναι παρούσες, διότι τίποτα δεν διαγράφεται από το παρελθόν, τίποτα δεν σβήνεται, όλα επηρεάζουν κάπως το παρόν. Το WATCHMEN το εκμεταλλεύεται αυτό και καταλήγει να είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα δημιουργία, για τις ανάγκες της μικρής οθόνης, από τις καλύτερες του είδους του.