Second Coming

Μια εξαιρετική σάτιρα που παραλίγο να μην είχαμε

Το 2018, η DC ανακοίνωσε το relaunch του imprint της, Vertigo, με καινούριους, “edgy” τίτλους. Ένας από αυτούς ήταν και το SECOND COMING. Η ιστορία του Χριστού, που επιστρέφει στη Γη για να συγκατοικήσει με τον ισχυρότερο υπερήρωά της.

Μετά από διαμαρτυρίες της ευρωπαϊκής(!) οργάνωσης CitizenGO, η DC απέσυρε το comic, ακόμα και υπό τη δυσαρέσκεια του συν-εκδότη της, Dan Didio. Παρένθεση: στην ανακοίνωση της DC για το relaunch, έχει μερικά comics, εκ των οποίων μόνο το GODDESS MODE διάβασα. Μάπα. Το δε, πολύ καλό SAFE SEX βρήκε, τελικά, “σπίτι” στην Image.

Ερχόμαστε στον Ιούλιο του 2019, όπου η AHOY COMICS κάνει την εξυπνότερη κίνηση της χρονιάς και δίνει μια δεύτερη ευκαιρία (pun!) στο SECOND COMING. Περιττό να πω ότι από το πρώτο κιόλας τεύχος, στόματα έκλεισαν. Είμαστε στη σύγχρονη εποχή, στην “Urban City”, και ο Θεός (θα υπάρξουν πολλές λέξεις με που αρχίζουν με κεφαλαίο σε αυτό το review) στέλνει τον Υιό Του (told ya!) στον υπερήρωα Sunstar για τον πολύ απλό λόγο ότι τον θεωρεί μαλθακό κι ελπίζει, δίπλα σε έναν “macho” υπεράνθρωπο, να δει πως “λύνουν τα ζητήματα οι άντρες”. Οι χαρακτήρες διαγράφονται με τρόπο έντονο, διακριτό και απολύτως σατιρικό. Ο Θεός είναι εντελώς “Old Testament” – παρορμητικός, πειραματικός και με μια τάση να δίνει ολοκληρωτικές λύσεις. Ο Sunstar είναι παρωδία του Superman, ειδικότερα, και της “υπερηρωικής νοοτροπίας”, γενικότερα. Μπορεί να κάνει τα πάντα, λύνει τα προβλήματά του με τη βία και το βασικό του πρόβλημα αυτόν τον καιρό είναι ότι δεν μπορεί να γίνει πατέρας με την δημοσιογράφο-φιλενάδα του. Και μετά, υπάρχει ο Ιησούς Χριστός, η παρουσία Του οποίου δημιούργησε όλα αυτά τα εκδοτικά προβλήματα. Ο Mark Russel Τον αντιμετωπίζει με απόλυτη συμπάθεια και σεβασμό. Τον παρουσιάζει καλοκάγαθο μέχρι αφέλειας κι έχοντας αστείρευτη πίστη στους Ανθρώπους.

Από τη μεριά του σχεδίου, η δουλειά είναι εξίσου καλή. Ο Richard Pace, μαζί με τους Leonard Kirk και Andy Troy, δίνουν έναν κόσμο τόσο “σοβαρό”, ρεαλιστικό, ίσως και σκοτεινό, όσο και φωτεινό, ανάλαφρο και cartoony (περισσότερα γι’ αυτό παρακάτω). Αξίζει να αναφέρω και το, εμβληματικό για τη σειρά, εξώφυλλο του πρώτου τεύχους, από τους Amanda Conner και Paul Mounts. Ο Sunstar κάνει κεφαλοκλείδωμα, αντιμετωπίζοντας τον εγκληματία, ενώ ο Χριστός προσπαθεί να ταΐσει τον εγκληματία, αντιμετωπίζοντας την εγκληματικότητα.

Η ιστορία συνεχίζεται με τους χαρακτήρες να ακολουθούν παράλληλες πορείες. Ο Sunstar έχει αμφιβολίες για την αξία του ως ήρωας και την καταλληλότητά του για πατέρας. Ο Θεός αμφιταλαντεύεται για τη συνέχιση της ύπαρξης του ανθρώπινου είδους, ενώ ο Χριστός προσπαθεί να προσαρμοστεί στον σύγχρονο, τόσο διαφορετικό μα και τόσο ίδιο κόσμο. Η ξεκαρδιστική σάτιρα εκτείνεται σε δύο κομμάτια. Στην υπερηρωική θεματολογία, εμφανίζονται οι παρωδίες του Batman και του Aquaman. Στη θεολογική, ο Χριστός συναντάει σύγχρονους χριστιανούς, με τα αποτελέσματα να είναι όχι τα επιθυμητά, αλλά τα αναμενόμενα. Επίσης, εμφανίζεται και ο Διάβολος, για να κάνει τα πράγματα ακόμα πιο περίπλοκα.

Είναι αξιοσημείωτο με πόση σοβαρότητα, αλλά και… ουσία, κάνει θεολογική σάτιρα ο Russel. Από το να εξηγεί γιατί πήρε στον Ιησού 30 χρόνια να ξεκινήσει το κήρυγμα Του, μέχρι τον μεγαλύτερο πειρασμό Του, μέχρι την απολύτως φυσιολογική και αστεία άγνοιά του για τον Απόστολο Παύλο. “Ανακαλώ”, λέει στη φυλακή, “ο κόσμος είναι ακριβώς όπως τον θυμάμαι”.

Ένα από τα μειονεκτήματα της ιστορίας είναι ότι δεν έχει κάτι ιδιαίτερο στον τομέα της πλοκής. Ο Sunstar μοιράζεται στη ζωή του υπερήρωα και τις προσπάθειές του για υιοθεσία (αφού είναι εξωγήινος και δεν μπορεί να κάνει παιδί με την γήινη φιλενάδα του). Ο Χριστός ψάχνει να βρει τη θέση Του στον σύγχρονο κόσμο, με το διακύβευμα ότι, αν ξαναπεθάνει, όπως την πρώτη φορά, ο Θεός θα καταστρέψει τον κόσμο. Αυτό, άλλωστε είναι το χαρτί που παίζει ο Διάβολος. Easter Egg: Προσέξτε το καπέλο που φοράει ο Θεός στο τέλος του τέταρτου τεύχους. Τα ήξερε όλα από πριν!

Ένα δεύτερο μειονέκτημα είναι η ακατανόητη (για μένα) οπτική ασυνέχεια. Γενικά, το σχέδιο έχει δύο στιλ και δύο “finishers”. Οτιδήποτε κάνει ο Pace είναι φωτεινό και πιο κοντά σε ό,τι ξέρουμε ως “comic”. Όσα κάνουν οι Kirk και Troy είναι σκοτεινά, και πιο “άγρια”. Στα δύο πρώτα τεύχη, η διαφορά είναι ανάμεσα στη Γη και στο Παρελθόν/Παράδεισο. Στα υπόλοιπα, ο διαχωρισμός γίνεται όταν ο Χριστός και ο Sunstar εμφανίζονται μόνοι τους. Αυτή η “σπασμένη” εναλλαγή, όσο να ‘ναι, μπερδεύει τον αναγνώστη. Έτσι, δύο καλά είδη σχεδίου, που θα μπορούσαν να συνδυαστούν με κάποιο νόημα, τώρα, απλώς, κουράζουν.

Από το comic δεν ξεφεύγει και η πολιτική σάτιρα, αφού ένας από τους Villains είναι ξεκάθαρα ο μακαρίτης Steve Jobs. Το πρώτο ark της σειράς τελειώνει με ένα θαύμα, αλλά κυρίως με μια ανατροπή. Στο τέλος, ο Χριστός κάνει κάτι το εντελώς ανθρώπινο, προκειμένου να σώσει τον κόσμο από την Θεϊκή οργή. Δεν είμαι σίγουρος ότι μου άρεσε αυτό το twist, αλλά οπωσδήποτε δεν ήταν αδιάφορο.

Είμαστε ιδιαίτερα τυχεροί, ως σύγχρονοι αναγνώστες, που το SECOND COMING βρήκε τον δρόμο του στα κομιξάδικα. Είναι μια πολυεπίπεδη σάτιρα, η οποία καταφέρνει δεξιοτεχνικά να αποφύγει τη βλασφημία που οι συντηρητικοί φοβόντουσαν, αλλά, ταυτόχρονα, να χτυπήσει τον φαρισαϊσμό του σημερινού χριστιανικού κόσμου. Η μεγαλύτερη, ενδεχομένως, επιτυχία του Mark Russell, ήταν ότι πιστοί χριστιανοί έστειλαν γράμματα στο comic για να πουν πόσο καλό είναι.

Με το έκτο τεύχος, ολοκληρώνεται το πρώτο volume. Μας έχουν υποσχεθεί συνέχεια, την οποία και περιμένουμε, αν και το comic θα μπορούσε να σταματήσει εδώ. Ως λάτρης της σάτιρας, το αγάπησα, όχι μόνο για την κριτική, αλλά και την ειλικρινή, φιλοσοφική προσέγγιση κάποιων θεολογικών κομματιών. Στο τέλος, ο Θεός αναλογίζεται πως, ίσως, δεν θα έπρεπε να δώσει στον κόσμο τις Δέκα Εντολές, αλλά το Bowling. Αυτό είναι που μας διδάσκει πως, ακόμα κι αν τα πράγματα δεν συμβαίνουν όπως θα ‘πρεπε, πάντα υπάρχει μια νέα παρτίδα να παιχτεί.