JOHN BYRNE’S NEXT MEN Vol. 2 #1 & 2

Writer/Artist: John Byrne
Colorist: Ronda Pattison
Lettering: Robbie Robins
Editor: Chris Ryall
IDW

Όσοι γνωρίζουν και έχουν παρακολουθήσει την καριέρα του John Byrne, το πιθανότερο είναι ότι αντιμετώπισαν θετικά την ανακοίνωση της είδησης ότι το JOHN BYRNE’S NEXT MEN  θα αποκτούσε, επιτέλους, ένα δεύτερο volume. Ακόμη περισσότερο, επειδή έχουν περάσει 15 χρόνια από τη στιγμή που το προηγούμενο volume ολοκληρώθηκε, με την κυκλοφορία του 30ου τεύχους. Οπότε, όπως πιστεύω καταλαβαίνετε, ένα όχι-και-τόσο-μικρό μάθημα ιστορίας είναι απαραίτητο.

Μετά από τη δεύτερη του αποχώρηση από τη Marvel, το 1991, και συγκεκριμένα από τα X-MEN books, στα οποία είχε αναλάβει το ρόλο του απλού scripter, ο John Byrne ξεκίνησε την συνεργασία του με την Dark Horse. Μέχρι τότε, ο Byrne, δεν είχε φέρει στο προσκήνιο δικούς του χαρακτήρες και ιδέες, έχοντας φτιάξει το όνομα του κυρίως στα X-MEN, FANTASTIC FOUR και SUPERMAN. Μάλιστα, είχε αποκτήσει την φήμη του δημιουργού που μπορεί να πιάσει στα χέρια του έναν δημιουργικά “νεκρό” τίτλο και να τον αναστήσει, δίνοντας του νέα ώθηση. Η Dark Horse, όμως, δεν ήταν μια εταιρία που κυκλοφορούσε superhero τίτλους, καθώς προτιμούσε την έκδοση comics που αποτελούσαν προσωπικές δημιουργίες των καλλιτεχνών.

Ένα από αυτά ήταν και το JOHN BYRNE’S NEXT MEN (από εδώ και στο εξής, για λόγους συντομίας, JBNM), στο οποίο πρωταγωνιστούσε μια ομάδα νεαρών με – τί άλλο; – υπερδυνάμεις. Οι πέντε αυτοί νεαροί, τρεις άντρες και δυο γυναίκες, είχαν μεγαλώσει μέσα σε ένα ειδυλλιακό εικονικό περιβάλλον, το οποίο ελάχιστη σχέση είχε με την πραγματικότητα, ως μέρος του πειράματος ενός φιλόδοξου  πολιτικού, με σκοπό την δημιουργία ανώτερων όντων. Όταν απελευθερώθηκαν από αυτό, και εισήλθαν στον “κανονικό” κόσμο, ανακάλυψαν ότι διέθεταν πλέον υπερδυνάμεις, οι οποίες δεν είχαν αποκλειστικά θετικές επιπτώσεις πάνω τους, τόσο σωματικές, όσο και ψυχολογικές.

Μέσα από αυτόν τον απλό συμβολισμό, ο John Byrne έστησε μια ιστορία ενηλικίωσης, ενώ ταυτόχρονα επέτρεψε στον ρεαλισμό να εισβάλει για πρώτη φορά, σε μεγάλο βαθμό, στο έργο του. Δίχως τους περιορισμούς της λογοκρισίας του Comics Code, έδωσε στον εαυτό του αρκετές ελευθερίες, οι οποίες ξεκινούσαν από τα κίνητρα του προγράμματος, μέχρι την βία και τις επιπτώσεις της, ενώ φυσικά δεν έλειπε και το σεξ (βιτσιόζικο και μη). Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι επιθυμούσε το JBNM να είναι το WATCHMEN των 90s. Ίσως αυτή η δήλωση να ακούγεται υπερβολική, παρ’ όλα αυτά, φανερώνει τις φιλοδοξίες του συγκεκριμένου project. Βέβαια, σε αντίθεση με το magnum opus των Alan Moore και Dave Gibbons, το JBNM δεν είναι ούτε μεταμοντέρνο, ούτε αποδομεί το genre. Αντιθέτως, το σέβεται και κινείται εντός των ορίων του, με τον ρεαλισμό, όμως, να κάνει ισχυρή την παρουσία του.

Επίσης, ένα άλλος γεγονός που έκανε το JBNM, ξεχωριστό, ήταν οι σελίδες με τα γράμματα των αναγνωστών, τα γνωστά και υπό εξαφάνιση “letters pages”. Τότε, οι συγκεκριμένες σελίδες του JBNM ήταν πραγματικά υπέροχες! Σε μια εποχή δίχως internet και την δυνατότητα της άμεσης επικοινωνίας με τον δημιουργό, οι αναγνώστες είχαν την δυνατότητα να διαβάσουν τις απαντήσεις του Byrne στα ερωτήματα τους, τα οποία δε περιορίζονταν στα γεγονότα της ιστορίας, αλλά και στα όσα λάμβαναν χώρα, τα ταραχώδη εκείνα χρόνια, στη βιομηχανία των comics. Ο ίδιος ο John Byrne δεν δίσταζε να εκθέσει την άποψη του, όσο και αν αυτή δυσαρεστούσε κάποιους. Όλα αυτά σχημάτιζαν μια καλή εικόνα της κατάστασης, σε έναν χώρο που είχε αντικαταστήσει την ουσία, με την ρηχότητα και το γρήγορο κέρδος, λίγο πριν έρθουν η επιπτώσεις και η κατάρρευση της αγοράς.

Μετά από μια πορεία 30 τευχών, με πωλήσεις απογοητευτικές, για τα δεδομένα της τότε εποχής, ο τίτλος έκλεισε με ένα cliffhanger, με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει σύντομα. Η υπόσχεση αυτή δεν τηρήθηκε, καθώς η κατάρρευση της αγοράς στα μέσα της δεκαετίας του ’90 δεν βοήθησε την συνέχιση της σειράς, καθιστώντας την έκδοση του τίτλου ασύμφορη. Τα χρόνια πέρασαν, τα δεδομένα δεν έχουν μεταβληθεί σημαντικά, αυτό, όμως, που έχει αλλάξει είναι η στάση του Byrne. Οπότε, όσοι περίμεναν την ολοκλήρωση της ιστορίας, εδώ και 15 χρόνια, επιτέλους δικαιώνονται – και εγώ μαζί τους!

Το ερώτημα, σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι άλλο από το κατά πόσο γίνεται κατανοητό το πρώτο τεύχος του JBNM Vol. 2 σε κάποιον που δεν έχει διαβάσει την σειρά. Ο John Byrne, όντας δημιουργός παλαιάς κοπής, έχει φυσικά φροντίσει για αυτό. Το πρώτο τεύχος έχει περισσότερο εισαγωγικό χαρακτήρα, συνοψίζοντας τα γεγονότα των προηγούμενων 30 τευχών, δίνοντας στον πιθανό νέο αναγνώστη την δυνατότητα να αποκτήσει μια εξοικείωση και στον παλαιότερο να θυμηθεί τα όσα έχουν διαδραματιστεί. Είναι σαφές ότι δεν μπορεί να τα προσφέρει όλα, κάνει όμως πολύ καλή δουλειά στο τονισμό των κυριότερων σημείων της ιστορίας. Από το δεύτερο τεύχος, αρχίζει η ιστορία να κυλάει με κανονικούς ρυθμούς, με τους ήρωες μας να είναι διασκορπισμένοι… Όχι, δεν το γράφω, αποφεύγω το spoiler! Αν έχετε διαβάσει το πρώτο volume, ξέρετε περίπου τι σας περιμένει.

Το ύφος του JBNM, παραμένει το ίδιο – ενός μοντέρνου superhero comic. Αυτό, όμως, που έχει αλλάξει, σε ένα βαθμό, είναι ο ίδιος ο δημιουργός. Ο John Byrne των 10s, δεν είναι ο ίδιος με αυτόν των 90s. Μπορώ να πω, μάλιστα, ότι ο σύγχρονος είναι καλύτερος στο τεχνικό τομέα. Τα layouts είναι πιο τολμηρά και τα μελάνια του είναι απείρως καλύτερα και πιο σφιχτοδεμένα, ενώ το σενάριο και οι διάλογοι διατηρούν το επίπεδο στο οποίο μας έχει συνηθίσει. Οι αλλαγές αυτές, αν και σίγουρα είναι προς το καλύτερο, σπάνε κάπως την ψευδαίσθηση – που πολύ ευχόμουν να υπήρχε – ότι αυτό το τεύχος θα μπορούσε να έχει κυκλοφορήσει το ’96. Επίσης, η οριστική διάλυση της ψευδαίσθησης, έρχεται με την πλήρη απουσία των letters pages, που ανέφερα λίγο πιο πάνω. Ένα αναπόφευκτο σημάδι των καιρών μας.

Αν εσύ, που με διαβάζεις τώρα, ήσουν μεταξύ των αναγνωστών του JBNM, τρέξε και αγόρασε τα καινούρια τεύχη άμεσα. Είναι κάτι που ο Byrne μας το χρωστάει εδώ και καιρό. Αν, από την άλλη, δεν έχεις διαβάσει ποτέ σου JBNM, αγόρασε αυτά τα τεύχη, άφησε τα στην άκρη και διάβασε τα πρώτα 30. Βέβαια, μπορείς να αρχίσεις κατευθείαν από εδώ και δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα. Αν, όμως, έχεις τη δυνατότητα να πιάσεις την ιστορία από την αρχή, καν’ το. Και μην περιμένεις 15 χρόνια για να διαβάσεις την συνέχεια…