Joker

Ένας αληθινός εφιάλτης πίσω από κάθε γέλιο

Κινηματογραφικά, ο Joker είναι ένας από τους πιο πολυχρησιμοποιημένους χαρακτήρες της υπερηρωικής μυθολογίας. Από την κωμική, ανάλαφρη εκδοχή του Cesar Romero (που είχε τηλεοπτικές ρίζες), μέχρι τη μηδενιστική προσέγγιση του Heath Ledger στο THE DARK KNIGHT (2008), ο πιο διάσημος εχθρός του Batman έχει δοκιμαστεί τόσες πολλές φορές με επιτυχία, που, εδώ και καιρό, υπήρξε έντονο το ερώτημα αν θα μπορούσε να πραγματωθεί ξανά μια εξίσου εμβληματική εμφάνισή του επί μεγάλης οθόνης. Αυτό το στοίχημα καλείται να κερδίσει ο Todd Philips με το JOKER (2019), στο οποίο πρωταγωνιστεί ο  Joaquin Phoenix, με τους Robert De Niro, Zazie Beetz, Frances Conroy και Brett Cullen, να τον πλαισιώνουν.

Η ταινία εκτυλίσσεται στην Gotham του 1981 και έχει ως πρωταγωνιστή τον Arthur Fleck (Phoenix), ο οποίος προσπαθεί να επιβιώσει στο αστικό του περιβάλλον και να ζήσει αξιοπρεπώς, παρά την ψυχική ασθένεια που τον βασανίζει, την καριέρα του, που πάει από το κακό στο χειρότερο, αλλά και την μοναξιά που βιώνει. Όλα θα πάνε πολύ στραβά πολύ γρήγορα και ο Arthur θα οδηγηθεί σε ένα ταξίδι στην παράνοια, που μόνο προβλέψιμο και χαρμόσυνο δεν είναι…

Το JOKER είναι ένα δύσκολο, βαρύ έργο. Είναι έντονα καταθλιπτικό, τόσο λόγω των θεμάτων που πραγματεύεται αλλά και εξαιτίας του τρόπου που είναι γυρισμένο. Σε αντίθεση, όμως, με πολλές άλλες, αντίστοιχες “σκοτεινές ταινίες” (πόσο μισώ αυτή την έκφραση), εδώ, κάτω από τη σάπια επιφάνεια της ιστορίας και τη σκουρόχρωμη φωτογραφία, υπάρχει πολύ βάθος και όλα είναι στη θέση τους, όπως πρέπει να είναι.

Η Warner είχε πλασάρει την ταινία ως μια “μελέτη χαρακτήρα” (“character study”). Αυτές οι δύο λέξεις είναι οι καταλληλότερες για να περιγράψουν την πλοκή της. Μέσα στις δύο ώρες που διαρκεί, το κοινό βιώνει το ταξίδι ενός κοινωνικά προβληματικού ατόμου, από την απομόνωση στην τρέλα. Ο Arthur είναι από μόνος του ένας άνθρωπος δύσκολος, ψυχασθενής, σχεδόν ανίκανος να συνυπάρξει με άλλους. Παρ’ αυτά, προσπαθεί να μη βουλιάξει τελείως και να μείνει στην επιφάνεια, με την έναν ή με τον άλλο τρόπο. Στο κάλεσμά του για βοήθεια, όμως, δεν απαντά κανείς. Για την κοινωνία και την κυρίαρχη τάξη της, τα μίντια και τους πλούσιους αστούς, ο Arthur δεν υπάρχει καν. Για την ακρίβεια, υπάρχει, αλλά μόνο κατά σάρκα, όχι κατ’ ουσία. Έτσι, η οργή και η αθλιότητα, το ψυχόδραμα και η κοινωνική αδιαφορία, θα έρθουν να “κουμπώσουν” και να ωθήσουν έναν (καθόλου καθημερινό και συνηθισμένο) άνδρα στα άκρα του.

Το σημαντικό για την ταινία είναι πως δεν προβάλλει τον πρωταγωνιστή με ηρωικό τρόπο. Είναι γραμμένος έτσι ώστε περισσότερο να τον συμπονά κανείς, και όχι τόσο να τον συμπαθεί. Δεν είναι ένας ακέραιος, αξιοπρεπής άνθρωπος σε μια κοινωνία διαφθοράς, αλλά ένα μπερδεμένο, απομονωμένο και αμφιλεγόμενο υποκείμενο, σε μια μπερδεμένη και αμφιλεγόμενη κοινωνία. Αυτή την απεικόνιση κάνει τέλεια και ο Phoenix, ο οποίος σηκώνει στις πλάτες του όλη την ταινία (όχι επειδή οι υπόλοιποι ηθοποιοί είναι κακοί, αλλά επειδή το JOKER εξετάζει με την κάμερά του και τον φακό του, σχεδόν σε όλες του τις σκηνές, μονάχα τον πρωταγωνιστή). Υποδύεται τον Arthur με τρόπο αλάνθαστο. Λερώνεται, πέφτει, προσπαθεί να βρει διέξοδο σε ένα σφραγισμένο τούνελ. Μας δίνει μια ερμηνεία εξαιρετική, στην οποία έχει ενδιαφέρον το ότι ως Arthur είναι πιο ταραγμένος και ανήσυχος, ενώ ως Joker είναι πιο ήρεμος και γαλήνιος – και όχι το αντίθετο.

Φυσικά, το υπόλοιπο cast ανταποκρίνεται επάξια στο κομμάτι του. Η Conroy, η οποία είναι η άρρωστη μητέρα του πρωταγωνιστή, είναι εξαίσια στο να αποτελεί το ακούσιο βάρος που τραβά τον Arthur προς τον πάτο. Ο De Niro και ο Cullen παίζουν ότι πιο κοντινό έχει η ταινία σε κινηματογραφικούς ανταγωνιστές, δύο αντιπροσωπευτικά κομμάτια του συστήματος, τα οποία ενσαρκώνουν όλα όσα πάνε στραβά με την Gotham. Τέλος, η Beets είναι και αυτή πολύ καλή, αν και αναλαμβάνει έναν ελάχιστα πιο άχαρο ρόλο, ο οποίος, ουσιαστικά, υφίσταται εντός της ταινίας μόνο για να μας δοθεί μια κρίσιμη πληροφορία για τον πρωταγωνιστή της.

Κινηματογραφικά, το JOKER αριστεύει πάλι, καθώς αποτελεί υπόδειγμα για το πώς πρέπει να γυρίζονται τέτοιου είδους θρίλερ. Η παλέτα του περιλαμβάνει έντονα χρώματα, που αντιπροσωπεύουν πλήρως την ατμόσφαιρα που προσπαθεί να δημιουργήσει το σενάριο, αλλά και πιο φωτεινά κόκκινα και πορτοκαλί, τα οποία δεν δίνουν ζωή, αλλά θυμίζουν αλλοίωση και παρακμή. Θυμίζουν, δηλαδή, την άκαρπη προσπάθεια του πρωταγωνιστή να βρει κάτι αστείο και φωτεινό.

Η κάμερα κινείται σχεδόν πάντα εξαρτώμενη από τις κινήσεις του Phoenix. Δύσκολα βρίσκει κανείς σκηνή από την οποία να απουσιάζει ο ηθοποιός. Κάθε πλάνο είναι σκηνοθετημένο με προσοχή και αποτυπώνεται εύστοχα το παρόν της ταινίας, τη δράση, αλλά και όσες παρελθοντικές αναδρομές και φαντασιώσεις γίνονται. Τα backgrounds, τα κουστούμια, το μακιγιάζ, είναι όλα δουλεμένα στην εντέλεια, ενώ εξαιρετική είναι και η μουσική επένδυση, με τα τραγούδια και το soundtrack να μην κουκουλώνουν τις δραματικές σκηνές, αλλά να δρουν υποβοηθητικά, αυξάνοντας την επιτυχία τους.

Το JOKER του Todd Philips είναι ένας εφιάλτης που έχει πολλά πράγματα να πει. Η προβολή του επηρεάζει άμεσα τον θεατή, μπαίνοντας όλο και περισσότερο κάτω από το πετσί του, με κάθε λεπτό που περνά. Χάρη στην άψογη ερμηνεία του Phoenix (η οποία φροντίζει εξ’ αρχής να είναι περισσότερο ένα εισιτήριο προς το μεγαλείο και όχι προς το Όσκαρ Α’ ανδρικού), αλλά και τις δύσκολες, ανατριχιαστικές θεματικές του, είναι ένα αριστούργημα και, κατά πάσα πιθανότητα, η πιο αξιομνημόνευτη παραγωγή της χρονιάς που διανύουμε.