Δημοσθένης Παπαμάρκος

Θέλω να γράφω μόνο όταν νιώθω πως έχω μια ιστορία να πω

Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος είναι ανήσυχο πνεύμα, καθώς έχει ασχοληθεί με το διήγημα, την ποίηση, το κινηματογραφικό σενάριο, αλλά και τα comics. Σε συνεργασία με τον Γιώργο Γούση και τον Γιάννη Ράγκο, επιμελήθηκε μια διασκευή του ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ σε comics. Σε μερικούς μήνες, πρόκειται να κυκλοφορήσει το νέο του έργο, τα ΓΥΜΝΑ ΟΣΤΑ, σε σχέδιο του Kanellos COB, οπότε βρήκαμε τη τέλεια αφορμή για να τον ανακρίνουμε ενδελεχώς…

Φαίνεται πως έχεις πολλά και διαφορετικά ερεθίσματα, τα οποία οδήγησαν στην ενασχόλησή σου με τον εκάστοτε χώρο. Ποιές είναι οι βασικές επιρροές σου;

Μου είναι λίγο δύσκολο να τις εντοπίσω. Η όλη συζήτηση αφορά σε κάτι το οποίο χτίζεται σταδιακά, μέσα στα χρόνια. Είναι πράγματα που διαμορφώνονται σε ένα πιο ασυνείδητο επίπεδο και, κατά μια έννοια, διαμορφώνουν και το γούστο σου. Όταν, τελικά, έρχεται η στιγμή της δημιουργικής έκφρασης, αυτά βγαίνουν στην επιφάνεια, άλλοτε πιο διακριτικά, άλλοτε λιγότερο διακριτικά. Στη δική μου περίπτωση, δεν το ελέγχω, άρα θα αδικούσα το ενενήντα τοις εκατό των πραγμάτων που με έχουν επηρεάσει, αν ανέφερα το οτιδήποτε.

Αλλά, για να το πούμε πιο γενικά, σίγουρα με έχει επηρεάσει πολύ η λογοτεχνία. Κάθε είδους, ακόμα και των ειδών που σνομπάρονται ως δεύτερης κατηγορίας, όπως η επιστημονική φαντασία και ο τρόμος. Ακόμα και από αυτά τα είδη, μου αρέσουν βιβλία που δεν διεκδικούν λογοτεχνικές δάφνες. Τα πάντα.

Επίσης, θα έλεγα ότι καθοριστικό ρόλο έπαιξε το σινεμά. Έχουν περάσει περίοδοι όπου έβλεπα περισσότερο από ότι διάβαζα. Ακόμη, έπαιζα video games και παιχνίδια στρατηγικής, όπως το WARHAMMER, και ασχολήθηκα με το εκάστοτε μυθοπλαστικό σύμπαν που τα συνοδεύει (τα tie-in universes, που λένε). Κι έπειτα, η μουσική έχει παίξει τον δικό της ρόλο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το παρελθόν μου στη metal, το οποίο παραμένει και παρόν ως ένα βαθμό. Σε συνδυασμό με το ότι ανακαλύπτεις τον Tolkien στα δώδεκα σου, αυτό διαμορφώνει την αισθητική σου. Ακούω, επίσης, πολύ ρεμπέτικο και παραδοσιακή μουσική. Με βοήθησε πολύ όταν έγραφα το ΓΚΙΑΚ.

Όσον αφορά στα comics, δυστυχώς δεν είμαι τόσο επιμελής. Υπήρξαν κάποια με τα οποία ήρθα σε επαφή πιο νέος και καθόρισαν τα επόμενα αναγνώσματά μου. Να φανταστείς, δεν έχω καμία επαφή με τα υπερηρωικά comics – με εξαίρεση τις διασκευές που έγιναν για το σινεμά.

Άρα, διάβαζες περισσότερο γαλλοβελγικά; Για παράδειγμα, ASTERIX;

Όχι, από ASTERIX έχω διαβάσει κάνα-δυο, τον ανακάλυψα λίγο μεγάλος. Στο χωριό που ήμουν, όλως παραδόξως. ήρθα πρώτα σε επαφή με το SANDMAN και το SPAWN. Είχε να κάνει με το τι έφερνε το πρακτορείο εφημερίδων, τα οποία ήταν κατά κύριο λόγο αμερικάνικα.

Από βιβλία;

Πολλή ιστορία και πολλά δοκίμια. Μπόλικα από αρχαία ιστορία, παρ’ ότι δεν συνεχίζω ακαδημαϊκά. Διαβάζω πολλά που ανήκουν στο είδος του τρόμου κι έχω μεγάλη αδυναμία στον Stephen King.

Διαβάζω διάφορα, αναλόγως με το πώς κινούνται τα ενδιαφέροντά μου ανά περίοδο. Για παράδειγμα, τώρα διαβάζω Alexei Tolstoy και ρωσική λογοτεχνία του φανταστικού.

Έγινες κυρίως γνωστός από το ΓΚΙΑΚ, το οποίο μάλιστα επανεκδόθηκε φέτος. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων, για τους αρβανίτες στρατιώτες της Μικρασιατικής Εκστρατείας.  Πώς προέκυψε η ιδέα;

Για καιρό, είχα έναν προβληματισμό για την κοινοτοπία του κακού, όχι όμως με τον τρόπο που ανέπτυξε τον όρο η Arendt. Σκεφτόμουν για το κακό που βρίσκεται μέσα στον καθένα μας, το ποσοστό στο οποίο βρίσκεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες εκδηλώνεται και το τί σημαίνει αυτό για το πώς ορίζουμε εμείς το καλό. Συγκεκριμένα, η ερώτηση στο μυαλό μου ήταν: «Ο αγαπημένος σου θείος είναι άραγε, υπό ορισμένες συνθήκες, ικανός να μεταμορφωθεί σε τέρας;» Είχα, λοιπόν, σκόρπιες ιδέες στο μυαλό μου. Έπειτα, έτυχε να κάνω ένα ταξίδι στη Μικρά Ασία για να δω κάποιους αρχαιολογικούς χώρους για το διδακτορικό μου. Οι χώροι μου ήταν παραδόξως οικείοι και συνειδητοποίησα πως είχα ακούσει για αυτούς, από ιστορίες στο χωριό. Οπότε, επιστρέφοντας από αυτό το ταξίδι κάπως κούμπωσαν όλα μαζί. Επιτέλους, είχα βρει έναν τρόπο να εκφράσω όσα σκεφτόμουν.

Έτσι, έκανα μια δοκιμή κι έγραψα ένα από τα διηγήματα της συλλογής. Έπειτα, δοκίμασα κι ένα δεύτερο. Και κάπως έτσι, συνειδητοποίησα πως είχα βρει τη κατάλληλη φόρμα, οπότε σημείωσα τις ιδέες που είχα. Από εκεί και έπειτα, όποτε είχα καιρό, καθόμουν κι έγραφα το αντίστοιχο διήγημα. Αρχικά, είχα την ιδέα το κάθε διήγημα να συνδέεται με ένα παραδοσιακό τραγούδι. Το πλάνο κατέρρευσε νωρίς, το κράτησα μόνο για τρία διηγήματα, που έστεκε.

Έπειτα, συμμετείχες στη μεταφορά του ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ του Βιτσέντζου Κορνάρου σε comics, τη πρώτη σου δημιουργία όσον αφορά στην 9η τέχνη. Πώς το αποφάσισες;

Το 2012, γνώρισα τον Γιώργο Γούση με τον εξής τρόπο: βρισκόμουν στην Αγγλία κι είχε μόλις κυκλοφορήσει η προηγούμενη συλλογή διηγημάτων μου, η ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ. Συνομιλώντας με τον Πάνο τον Ζάχαρη από Ελλάδα, μου είπε πως ένα-δυο από αυτά θα μπορούσαν κάλλιστα να γίνουν comics. Του είπα πως το ήθελα πολύ, μάλιστα είχα κάνει κάποιες απόπειρες νωρίτερα. Ο Πάνος μου σύστησε τον Γιώργο. Ήρθαμε σε επαφή, ταιριάξαμε κι αρχίσαμε να δουλεύουμε, αλλά δεν προχωρήσαμε πολύ. Ο Γιώργος είχα αρχίσει τότε τους ΛΗΣΤΕΣ, που κυκλοφόρησε προσφάτως. Επειδή το comic που επιχειρήσαμε να κάνουμε διαδραματιζόταν μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, θα ήταν πολύ παρόμοιας αισθητικής με τους ΛΗΣΤΕΣ. Οπότε, το αφήσαμε, αλλά κρατήσαμε επαφή κι όταν του έγινε πρόταση, σε αυτόν και στον Γιάννη τον Ράγκο, να μεταφέρουν ένα κλασσικό έργο της λογοτεχνίας σε comics, μου είπαν να μπω κι εγώ στην ομάδα, ως συν-σεναριογράφος. Έτσι γνωρίστηκα με τις εκδόσεις Polaris και ενεπλάκην στο χώρο του κόμικς.

Εν μέρει, ήταν σημαδιακό, γιατί με την ένταξή μου καθορίστηκε το έργο που θα κάναμε. Πρωτύτερα, είχαν υπάρξει διάφορες ιδέες. Σε μια συνάντηση όπου απορρίπταμε εκείνες τις παλιές ιδέες, εγώ δειλά-δειλά πρότεινα τον ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ.

Το διαβάσανε και οι υπόλοιποι και καταλήξαμε εκεί.  Είχε δράση και επιπλέον, διαδραματιζόταν σε έναν κόσμο οπτικά ανεξερεύνητο κι αόριστο. Ο Κορνάρος δεν περιγράφει την Αθήνα στον κόσμο του ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ούτε λέει πως ήταν οι πολεμιστές εκείνη την περίοδο, οπότε υπήρξε ένα μεγάλο περιθώριο να κάνουμε κάτι δικό μας, κάτι πρωτότυπο.

Και τώρα, το επόμενό σου βήμα είναι τα ΓΥΜΝΑ ΟΣΤΑ, τα οποία εκτυλίσσονται σε ένα καθαρά φαντασιακό πλαίσιο, εντελώς διαφορετικό από τις προηγούμενες δουλειές σου. Εδώ, φαντάζομαι, φαίνεται ξεκάθαρα το ενδιαφέρον σου για την επιστημονική φαντασία.

Πράγματι, διαβάζω πολλή επιστημονική φαντασία. Ξεκίνησα λίγο ανορθόδοξα, με καινούρια έργα κι έπειτα, προχώρησα στους κλασσικούς. Πρώτα διάβασα τα βιβλία που ανήκουν στο σύμπαν του WARHAMMER, έχοντας βέβαια καλύψει και κάποια από τα κλασσικά, όπως αυτά του Philip K. Dick και του William Gibson. Άρχισα τότε να μορφώνομαι, διαβάζοντας περισσότερο Asimov και Ray Bradbury. Αυτό που δεν κατάφερα ποτέ να διαβάσω ήταν το DUNE. Έκανα τρεις απόπειρες, αλλά με δυσκόλεψε πολύ. Ο Frank Herbert είναι πιο δύστροπος εκφραστικά.

Αρχικά, τα ΟΣΤΑ δημοσιεύτηκαν στον ΜΠΛΕ ΚΟΜΗΤΗ. Τώρα, θα κυκλοφορήσουν ως έκδοση από τις Polaris. Η ιστορία θα είναι η ίδια;

Ναι. Η ιστορία είχε γραφτεί από πριν, άλλα ήμουν ατυχής στη συνεργασία με τους δύο πρώτους σχεδιαστές που δούλεψαν στον ΚΟΜΗΤΗ. Επειδή, όμως, ήταν μια ιστορία που την πίστευα και την πίστευαν και οι Polaris, κανονίσαμε να μην το αφήσουμε ατελές. Οπότε, τώρα επανασχεδιάζεται, από την αρχή, από τον Kanello COB. Βέβαια, κάποιες σκηνές έχουν αλλάξει στη σκηνοθεσία τους, τώρα που δεν έχουμε πια το στενό περιθώριο των οκτώ σελίδων. Πράγματα που λέγονταν σε ένα καρέ, πλέον παίρνουν τον χώρο τους. 

Έπεσε πολλή δουλειά με τον Kanello. Έχουμε μιλήσει πολύ, για να αποφασίσουμε για το concept, την αισθητική, τους χαρακτήρες. Συζητήσαμε τις επιρροές από το κομμάτι της αρχαίας Ελλάδας, πώς έρχονται και δένουν με το φουτουριστικό κομμάτι. Ανταλλάσαμε σημειώσεις, παρατηρήσεις. Η συνεργασία είναι από τα πράγματα που μου δίνουν μεγάλη χαρά, το να έχεις τη δυνατότητα να συζητήσεις πάνω στο δημιουργικό κομμάτι.

Εκεί έγκειται και η διαφορά με τη συγγραφή λογοτεχνικού βιβλίου, η οποία είναι μια κατεξοχήν ατομική δημιουργία.

Ακριβώς. Στο comic, για παράδειγμα, ο συγγραφέας δεν πρέπει να αντιμετωπίζει τον σχεδιαστή λες και είναι το χέρι που δεν έχει. Πρέπει να θυμάσαι πως, πάνω από όλα, συνομιλείς με έναν δημιουργό. Πρέπει να υπάρξει και για αυτόν ο αντίστοιχος χώρος για να εκφραστεί. Αυτό είναι το ωραίο με την εν λόγω διαδικασία, ανακαλύπτεις τον τρόπο με τον οποίο συνομιλούν αυτοί οι δύο κόσμοι. Ο καθένας φέρνει κάτι δικό του και το αποτέλεσμα υπηρετεί το comic ως comic, ανεξαρτήτως από το πόσοι και ποιοι κρύβονται πίσω από τη δημιουργία του. Αν μια ιδέα, την οποία φέρει ο Kanellos, είναι καλή, την κρατάμε. Αντιστρόφως, συμβαίνουν κι ανατροπές. Αν μια ιδέα του σεναριογράφου δεν λειτουργεί, την αλλάζουμε.

Πόσο δύσκολο είναι να είσαι συγγραφέας στην Ελλάδα;

Να είσαι συγγραφέας και να ζεις αποκλειστικά από αυτό; Μιλώντας από τη δική μου εμπειρία, οριακά ακατόρθωτο. Έχει να κάνει με την ελληνική αγορά. Μπορείς να είσαι παραγωγικός, να βγάζεις ένα βιβλίο ανά δύο χρόνια, να πουλάει και τα έσοδά σου πάλι να μην είναι ικανοποιητικά.

Ξέρω ελάχιστα παραδείγματα ανθρώπων που το έχουν πετύχει. Έχει να κάνει και με το πώς γράφει ο καθένας. Εγώ, μετά το ΓΚΙΑΚ έχω γράψει σκόρπια διηγήματα, έχω κάνει ένα comic και έχω γράψει ένα θεατρικό, την ΕΞΗΜΕΡΩΣΗ, που ουσιαστικά είναι ένα μεγάλο ποίημα. Δεν ανήκω στη κατηγορία του πολύ παραγωγικού. Μετά τίθεται και ένα άλλο ζήτημα, του τι βιβλίο βγάζεις. Άλλο να βγάζεις ένα μεγάλο μυθιστόρημα, άλλο ένα μικρό βιβλίο με διηγήματα. Έχεις διαφορετικές απολαβές από το καθένα.

Προσωπικά, μου φαίνεται κάπως αγχωτικό να ζω μόνο από τα βιβλία που γράφω. Έχω διαφορετική αντιμετώπιση του χρόνου που αφιερώνω στην συγγραφή. Θέλω να γράφω μόνο όταν νιώθω πως έχω μια ιστορία να πω.

Κατά κανόνα, αν σε πιέζουν να γράφεις, το αποτέλεσμα δεν είναι σπουδαίο…

Δεν είναι απαραίτητο για όλους. Υπάρχουν άτομα που διατηρούν πάντα υψηλό επίπεδο, επειδή έχουν αυτούς τους συγκεκριμένους ρυθμούς. Έχει να κάνει με τη ψυχοσύνθεση του ανθρώπου. Σε εμένα, η πιεστική συνθήκη οδηγεί στο χάος. Εκτός κι αν υπάρχει μια ιδέα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μια προθεσμία με βάζει σε τάξη και δεν χαζολογώ. Αυτό συνέβη στη περίπτωση των ΓΥΜΝΩΝ ΟΣΤΩΝ. Έπρεπε να ταξινομήσω κάποιες σκόρπιες σημειώσεις, για να τις στείλω στον Kanello. Το έκανα σε ένα μήνα, τον Απρίλη της προηγούμενης καραντίνας, δουλεύοντας οκτάωρα.

Πέραν όλων των παραπάνω, εργάστηκες στο σενάριο της ΜΠΑΛΑΝΤΑΣ ΤΗΣ ΤΡΥΠΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ, της πιο πρόσφατης ταινίας του Οικονομίδη. Τι αποκόμισες από αυτή την εμπειρία;

Για εμένα ήταν σχολή, γιατί δεν είχα ξαναγράψει για τον κινηματογράφο, οπότε το γεγονός ότι ένας σκηνοθέτης όπως ο Οικονομίδης μου έδωσε την ευκαιρία να δουλέψουμε μαζί δεν ήταν ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα.

Λίγο-πολύ, ίσχυσαν αυτά που είπα και για τη συνεργασία στο comic, με τη διαφορά ότι το κάρο το τραβούσε περισσότερο ο Γιάννης. Εξαρχής, μας το είχε ξεκαθαρίσει πολύ δίκαια και καθαρά. Η διαδικασία ήταν πολύ γόνιμη, σε σημείο που με κακόμαθε και πλέον έχω πολύ υψηλά στάνταρ. Συζητούσαμε κάθε ιδέα που σκεφτόμασταν, όσο «χαζή» κι αν ήταν, κατανοώντας πως ο καθένας είχε να προσφέρει το δικό του κομμάτι, τη δική του εμπειρία . Όλο αυτό ζυμώθηκε κι έγινε κάτι το ενιαίο, σε σημείο που όταν, καμιά φορά, μας ρωτούν ποιος έγραψε τη τάδε ατάκα, εγώ πραγματικά δεν θυμάμαι να απαντήσω. Δεν υπάρχουν νοοτροπίες του στυλ: «αυτό το κομμάτι είναι του ενός, αυτό είναι του αλλουνού», αλλιώς δεν θα υπήρχε και ταινία.

Ο Γιάννης ήταν πολύ έμπειρος, έχει γράψει τα σενάρια όλων των προηγούμενων ταινιών του. Η παρουσία του ήταν κι ένα μαξιλαράκι ασφαλείας. Στα κρίσιμα σημεία, ερχόταν κι έδινε μια λύση που εσύ δεν την είχες σκεφτεί, επειδή δε σκέπτεσαι όπως ο κινηματογραφιστής.

Στη γυρίσματα ήσουν παρών;

Πήγα στο τελευταίο, από περιέργεια. Είχα κι εγώ πολλή δουλειά, ήταν και τα συνεργία στη Λαμία. Περισσότερο πήγα να τους δω και να πω ένα γεια.

Άρα, σενάριο για τον κινηματογράφο, βιβλίο, ή comics; Ποιο προτιμάς;

Δεν έχω καταλήξει, μη σου λέω ψέματα! Αναλόγως με τη συνθήκη δουλειάς. Για παράδειγμα, όταν συνεργαζόμουν με τον Canello και τον Γούση, γούσταρα πάρα πολύ να γράφω. Σε άλλα projects, είχα δυσκολευτεί περισσότερο, που σημαίνει πως το είχα απολαύσει λιγότερο. Αντίστοιχα, η συγγραφή σεναρίου με τον Οικονομίδη είναι άλλης τάξης πράγμα. Το διήγημα, επίσης, με ενθουσιάζει με τον δικό του τρόπο. Ακόμα προσπαθώ να καταλήξω τι από όλα με εξιτάρει περισσότερο. Θα έλεγα πως, ανά περιόδους, με ενθουσιάζουν αντίστοιχα πολύ, γι’ αυτό άλλωστε κάνω μία το ένα μία το άλλο.

Να πω την αλήθεια, ήμουν βέβαιος πως θα απαντούσες ότι προτιμάς το διήγημα. Σε είχα φακελωμένο σε εκείνη την κατηγορία. Ίσως επειδή το ΓΚΙΑΚ ήταν η πρώτη σπίθα…

Όταν γράφεις μόνος σου, παλεύεις με τον εαυτό σου. Όταν φέρνεις το κείμενο στην επιθυμητή μορφή, το χαίρεσαι. Είναι μια δική σου ιδέα, από την αρχή μέχρι το τέλος. Σε πιάνει ενθουσιασμός, θέλεις να δεις αν θα σου πετύχει.

Η συνεργασία που έχουν τα άλλα δύο συμπεριλαμβάνουν το διάλογο με τον συνεργάτη-δημιουργό, ο οποίος, φέρνει μαζί του τον δικό του κόσμο, τον δικό του τρόπο στην αφήγηση, κάτι το οποίο εμένα με πλουτίζει. Εμπλουτίζει και τον τρόπο που βλέπω τα αυστηρώς δικά μου, τα λογοτεχνικά. Ταυτόχρονα, ικανοποιεί τη περιέργειά μου να μάθω πώς δουλεύει κάτι. Το πώς σκέφτεται ένας σκιτσογράφος όταν προσπαθεί να αφηγηθεί κάτι πολύ συγκεκριμένο μέσα από ένα βουβό καρέ, μέσα από μια εικόνα τοπίου.

Μαθαίνεις καλύτερα τις ιδιαιτερότητες του κάθε μέσου.

Ακριβώς. Αντίστοιχα, τα ίδια ισχύουν στη περίπτωση του κινηματογραφιστή. Βλέπεις το σενάριο και έπειτα, βλέπεις τη ταινία που έχει κάνει ο Γιάννης και μένεις έκπληκτος με τον τρόπο που χειρίζεται τα όσα έχεις γράψει. 

Με συνεπαίρνει πολύ η αφήγηση μέσω της εικόνας. Το έχουμε πει και με τον Kanello, του προτείνω πράγματα και μου απαντά αναλόγως. Δηλαδή, κατά καιρούς μου εξηγεί πως κάποιες ιδέες που προτείνω δε θα λειτουργούσαν, επειδή για παράδειγμα χάνεται η συμμετρία ή το βάθος πεδίου. Κάπως έτσι, γίνεσαι καλύτερος, για την επόμενη φορά που θα πας να γράψεις ένα σενάριο για comic.

Τα επόμενά σου πλάνα;

Έχω τελειώσει ένα θεατρικό, το οποίο έγραψα για τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση. Κι αυτό ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία. Είχα ήδη δουλέψει στο θέατρο, είχα γράψει μια διασκευή της ΕΙΡΗΝΗΣ του Αριστοφάνη σε λιμπρέτο για όπερα. Είχα κάνει την ΕΞΗΜΕΡΩΣΗ, που είναι άλλου τύπου κείμενο, όμως κλασσικό θεατρικό δεν είχα επιχειρήσει ποτέ, οπότε μου άρεσε αυτή η πρόκληση. Δεν ξέρω πότε θα ανέβει…

Επιπλέον, τα ΓΥΜΝΑ ΟΣΤΑ θα κυκλοφορήσουν μέσα στο ’21. Ο Kanellos είναι στο στάδιο του χρώματος, οπότε covid επιτρέποντος, θα το δούμε σύντομα. Υπάρχει και μια ιδέα για κάτι δικό μου, όσον αφορά στη λογοτεχνία, αλλά είμαι σε πολύ πρώιμο στάδιο.

Διήγημα ή μυθιστόρημα;

Επειδή είμαι λίγο προληπτικός δεν θα απαντήσω, καθώς όποτε λέω κάτι, αυτό στραβώνει. Δικές μου δεισιδαιμονίες… Τέλος, δουλεύω και στη Faliro House για μια ελληνική σειρά τρόμου, αλλά κι εκεί βρισκόμαστε σε πολύ αρχικό στάδιο. Χαζό-συζητάμε και με τον Canello για το εάν θα υπάρξει sequel στα ΓΥΜΝΑ ΟΣΤΑ, επειδή έχουμε γλυκαθεί. Αλλά νομίζω πως θα πάρουμε το χρόνο μας και θα κάνουμε ένα διάλλειμα!