Guardians Οf The Galaxy Vol. 2
To πρώτο GUARDIANS OF THE GALAXY ήταν ένα διαμάντι από πλευράς Marvel (#2 στο αντίστοιχο Top 10), το οποίο μας γνώρισε το γκρουπ των αξιαγάπητων κόπανων που έκαναν στην άκρη τον εγωισμό τους και τα προβλήματα τους, ώστε να σώσουν τον γαλαξία. Στο GUARDIANS OF THE GALAXY VOL. 2, ο James Gunn συνεχίζει να κάνει ολοφάνερη την αγάπη που τρέφει για τους χαρακτήρες του και καταλήγει να παραδίδει ένα sequel αντάξιο του πρώτου φιλμ.
Έχουν περάσει μερικοί μήνες από τα γεγονότα της πρώτης ταινίας και οι Guardians αναλαμβάνουν συμβόλαια ως μισθοφόροι. Η έναρξη της ταινίας τους βρίσκει στον πλανήτη Sovereign, όπου η πριγκίπισσα Ayesha τους έχει αναθέσει την εξόντωση ενός πολυδιαστατικού τέρατος. Το αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες της ομάδας; Η αδερφή της Gamora, Nebula. Καθώς, όμως, δε μπορούν να μείνουν μακριά από μπελάδες, θα βρεθούν κυνηγημένοι από την Ayesha και τον στρατό της, τον οποίον θα κατατροπώσει μια μυστηριώδης και πανίσχυρη φιγούρα, η οποία ονομάζεται Ego και είναι ο πατέρας του Peter Quill.
Αν και στο πρώτο GOTG o Gunn χρησιμοποίησε ένα MacGuffin για να κινήσει την ιστορία, η πλοκή ήταν πιο σφιχτή και με γρηγορότερη εξέλιξη. Αυτή τη φορά προτιμά μια διαφορετική δομή, καθώς το πρώτο μισό είναι πιο αργό και ο ρυθμός αρχίζει και “φορτσάρει” στο δεύτερο μισό, όπου και μαθαίνουμε την αληθινή υπόθεση και βλέπουμε τον αληθινό αντίπαλο των Guardians.
Η πιο χαλαρή δομή επιτρέπει στον Gunn να επικεντρωθεί στους χαρακτήρες του, δίνοντας τόσο στους τέσσερις Guardians (εξαιρείται ο Groot) όσο και στο υπόλοιπο cast (Mantis, Yondu και Nebula) άπλετο χρόνο, ώστε να μας αποκαλύψει κρυμμένες πτυχές τους και να τους εξελίξει. Σχετικά νωρίς, η ομάδα χωρίζεται, βάζοντας για παράδειγμα τον Rocket με τον Yondu και τον Drax με την Mantis να αναπτύξουν και να δημιουργήσουν αντίστοιχα τις σχέσεις μεταξύ τους.
Κεντρικό θέμα της ταινίας είναι η επιρροή που μπορεί να έχει μια πατρική φιγούρα σε κάποιον. Ο Peter γνωρίζει τον βιολογικό του πατέρα, ενώ υπάρχει στην ζωή του ο de facto μπαμπάς του, Yondu, το μίσος που έσπειρε ο Thanos στις κόρες του Gamora και Nebula υπάρχει ακόμα ως έναν βαθμό, ο Yondu λειτουργεί ως ένα είδος πατρικής φιγούρας/μέντορα/αντανάκλασης του Rocket. Στην περίπτωση Drax και Mantis μας παρουσιάζεται και από την αντίστοιχη οπτική το θέμα, καθώς ο Drax έχει χάσει την βιολογική του οικογένεια και έρχεται κοντά με τη νεαρή και ορφανή Mantis. Και φυσικά υπάρχει ο Baby Groot, τον οποίον όλοι του οι φίλοι τον βλέπουν ως παιδί τους.
Μιας και αναφέρθηκα στον Groot… Για άλλη μια φορά κλέβει την παράσταση. Με μπόλικη αθωότητα και γλυκύτητα προσπαθεί να βοηθήσει τον Rocket και τους άλλους. Ασφαλώς, πρόκειται για κύρια πηγή χιούμορ της ταινίας, τομέα που χαρακτηρίζει απόλυτα το πόνημα του Gunn και της Marvel. Γενικότερα, όπως και ο προκάτοχος του, έτσι και η νεότερη περιπέτεια του Star-Lord και της ομάδας του είναι καθ’ όλα ξεκαρδιστική. Ολόκληρη η αίθουσα σειόταν από γέλια, ωστόσο υπήρχαν κάποιες στιγμές που απλά το χιούμορ θα μπορούσε να είχε ελαττωθεί. Μιλάω για κάποιες σχετικά πιο έντονες ή δραματικές στιγμές, οι οποίες είχαν αστειάκια για να ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα. Βέβαια, στις πραγματικά έντονες ή δραματικές στιγμές, ο Gunn ισορροπεί πολύ καλύτερα τα πράγματα. Απλά να θυμάστε όταν παίξει στο 3rd act το “The Chain” των Fleetwood Mac, σε έναν υποδειγματικό συνδυασμό σκηνής και μουσικής.
Αν και η επιμονή της Marvel να εντάξει τραγούδια του παρελθόντος στο soundtrack μοιάζει με μια προσπάθεια να εκμεταλλευτεί την επιτυχία του Awesome Mix vol.1, το αποτέλεσμα δείχνει ότι μόνο για κάτι τέτοιο δεν πρόκειται. Το sound mixing γενικότερα είναι… από άλλο γαλαξία και το κάθε τραγούδι ντύνει όμορφα και ταιριαστά τις αντίστοιχες σκηνές (έδωσα ήδη ένα παράδειγμα πιο πάνω). Αρκετά από τα τραγούδια αυτά καθ’αυτά, πέρα του ότι θα βρεθείτε να ακούτε άπειρες φορές όλη την λίστα, αν δεν σας ξενίζει η παλιότερη μουσική, είναι γεμάτα από προσημάνσεις για την εξέλιξη της ιστορίας και αντανακλούν τους χαρακτήρες και την ψυχολογία τους.
Φυσικά, οι σχέσεις της ταινίας με την νοσταλγία που νιώθει ο Peter για το σπίτι του δεν τελειώνουν με τη μουσική. Από αντικείμενα στην κατοχή του (πέρα του Walkman του), μέχρι αναφορές σε ηθοποιούς όπως ο David Hasselhoff, ο οποίος δανείζει και την φωνή του για το τραγούδι που ντύνει τα credits) και βιντεοπαιχνίδια όπως το Pac-Man, όλη η ταινία μοιάζει σαν ένα δίωρο ερωτικό γράμμα στα 70s και 80s.
Η επιλογή ορισμένων ηθοποιών συνδυάζεται με την γενικότερη νοσταλγία που διέπει την ταινία. Ο Kurt Russell είναι εξαιρετικός ως Ego, από την πρώτη σκηνή μέχρι την τελευταία, και καταφέρνει να ζωντανέψει κάθε πλευρά του ρόλου του, όσο διαφορετική και είναι. Η άλλη νοσταλγική επιλογή είναι ο Sylverster Stallone, σε ρόλο που δε θα αποκαλύψω και συνδέεται με ένα ιδιαίτερο κομμάτι του Marvel lore που μπορεί να αποτελέσει υλικό για το Vol. 3.
Συνολικά, υπάρχουν αρκετά cameos και easter eggs που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα της cosmic πλευράς του σύμπαντος της Marvel. Δεν είναι μόνο ο ρόλος του Stallone και τα άτομα που τον συντροφεύουν, αλλά και η επανεμφάνιση διαφόρων χαρακτήρων, είτε κατά διάρκεια της ταινίας είτε ως βινιέτες κατά την διάρκεια των credits. Credits τα οποία κρύβουν όχι μία, όχι δύο, αλλά πέντε σκηνές. Μία εξ’αυτών είναι ιδιαίτερα σημαντική για το μέλλον του franchise και του Marvel Cinematic Universe εν γένει. Το cameo του Stan Lee θα ικανοποιήσει και τον πιο απαιτητικό fan. Όπως και η πλανητική μορφή του Ego.
Σε κάθε sequel υπάρχει η απαίτηση τα πάντα να είναι μεγαλύτερα και καλύτερα και, φυσικά, έχει εφαρμοστεί αυτή ακριβώς η νοοτροπία στην δράση, στα set pieces, ακόμα και στη χρωματική παλέτα. Είτε είναι οι διάφορες μάχες της ομάδας με τον στρατό του Sovereign είτε η απόδραση του Yondu με τον Rocket είτε η τελική αναμέτρηση, τα set pieces λειτουργούν ως προέκταση του κλίματος της εκάστοτε σκηνής, ενισχύοντας το χιούμορ, την αγωνία ή το δράμα. Το χρώμα είναι ένας ακόμα τομέας που διαφοροποιεί την δημιουργία του Gunn από το μεγαλύτερο μέρος των blockbusters. Εκμεταλλευόμενος το ότι η ιστορία διαδραματίζεται στο διάστημα και το ότι βλέπουμε πλήθος πλανητών, σκαφών, εξωγήινων χαρακτήρων κτλ., μας παρουσιάζεται ένας πολύχρωμος και πανέμορφος κόσμος, κάτι που δεν γίνεται περισσότερο φανερό από όταν οι ήρωες μας βρίσκονται στον πλανήτη του Ego.
Εκτός από την κάπως πιο αδύναμη πλοκή του πρώτου μισού της ταινίας και μερικών αστείων που θα μπορούσαν να έλειπαν, έχουμε και δύο σχετικά αδιάφορους villains, την Ayesha και τον Taserface, παρά τα αστεία running gags που αφορούν τους δύο τους. Και οι δύο υπάρχουν ουσιαστικά για να έχουν να ασχοληθούν με κάτι οι Guardians, μέχρι τις σημαντικές αποκαλύψεις. Από την άλλη, θα υπάρξουν ευκαιρίες για να παρουσιαστεί πιο απειλητική η High Priestess του Sovereign στο μέλλον.
Ο James Gunn και η Marvel είχαν δύσκολη αποστολή μπροστά τους. Με το GUARDIANS OF THE GALAXY κατάφεραν να πάρουν ένα μάτσο χαρακτήρες γ’ διαλογής, να τους κάνουν αστέρες, να μας δώσουν μια πρώτη ματιά στην διαστημική γωνιά του σύμπαντος της Marvel και να μας κάνουν να ενδιαφερθούμε για χαρακτήρες που δεν είχαν και ιδιαίτερη σχέση με το βαρύ πυροβολικό που ονομάζεται Avengers. Μετά από μια τόσο δυνατή πρώτη προσπάθεια και μια γενική κατάρα που θέλει πολλά sequels να μην είναι αντάξια των προκατόχων τους, κατάρα που χαρακτηρίζει αρκετές από τις συνέχειες της Marvel (IRON MAN 2, THOR: THE DARK WORLD, AVENGERS: AGE OF ULTRON), θα ήταν απόλυτα λογικό αν το GUARDIANS OF THE GALAXY VOL. 2 ήταν αρκετά πιο αδύναμο. Κάτι που ευτυχώς δε συνέβη.
Το μεγαλύτερο ατού της ταινίας είναι ότι επικεντρώνεται σε χαρακτήρες των οποίων οι γερές βάσεις του characterization τους τέθηκαν πριν από τρία χρόνια και τώρα δίνεται η ευκαιρία να τους δούμε να εξελίσσονται, να ανοίγονται και να προσπαθούν να διατηρήσουν την οικογένεια που έχουν σχηματίσει. Βοηθάει όταν είναι είναι τόσο όμορφη οπτικά, συνοδεύεται από διάφορα τραγούδια που είναι από ευχάριστα έως διαχρονικές αξίες, είναι γεμάτη ξεκαρδιστικές στιγμές, αλλά δεν ξεχνά να έχει και μπόλικες πιο σοβαρές, οι οποίες πάλι λειτουργούν, γιατί νοιαζόμαστε για τους χαρακτήρες. Και από ερμηνείες δεν πάει πίσω, καθώς εκτός από την τρομερή χημεία του κεντρικού cast που βοηθά με το τελικό αποτέλεσμα, έχουν δοθεί πιο ζουμεροί και ουσιαστικοί ρόλοι σε δευτερεύοντες χαρακτήρες, όπως οι Yondu και Nebula (Michael Rooker και Karren Gillan αντίστοιχα παραδίδουν σύνθετες ερμηνείες, ειδικότερα ο πρώτος) ενώ έχουμε και το ντεμπούτο άλλων, όπως o Ego και η Mantis που φαίνεται να ταίριαξαν απόλυτα με το υπόλοιπο cast.
Επειδή, όμως, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, πηγαίνετε να χαθείτε για ένα δίωρο στον κωμικό, τραγικό, περιπετειώδη κόσμο που έχει φτιάξει ο James Gunn, όπου έχει τοποθετήσει την πιο δυσλειτουργική οικογένεια, της οποίας αποστολή είναι να σώσει τον γαλαξία… πάλι.