Η Κουλτούρα Των Ηλιθίων

Σκόρπιες σκέψεις για τα comics, τα social media και την κοινωνία

Υπάρχουν όρια στην Τέχνη; Η απάντηση, κόντρα στα προγνωστικά, μάλλον δεν είναι ιδιαίτερα εύκολη. Πέρα από κοινότυπα cliché περί της ελευθερίας του ενός που τελειώνει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου, και του σεβασμού απέναντι σε όλους τους ανθρώπους, η Τέχνη είναι από αυτούς τους πυλώνες της κοινωνίας μας, από τους οποίους μάλλον απαιτούμε να κινούνται έξω από κάποιο κομφορμιστικό πλαίσιο, διευρύνοντας, παράλληλα, τους ορίζοντες του κοινού. Συνεπώς, η Τέχνη θεωρώ πως οφείλει να θέτει δύσκολα ερωτήματα και τα όριά της δεν θα έπρεπε να υπόκεινται στους ίδιους κανόνες που ρυθμίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις των ατόμων.

Ακόμη, όμως, και αν θεωρήσουμε πως υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα όρια, ποιά είναι η λογική μας αντίδραση, όχι τόσο ως μονάδες αλλά ως κοινωνίες, όταν κάτι τα ξεπερνά; Σαφώς, η κριτική, παρ’ όλο που σήμερα αντιμετωπίζεται μάλλον καχύποπτα από τους πάντες και ειδικά από τους ίδιους τους δημιουργούς, είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για τη βελτίωση οποιουδήποτε αισθητικού ή νοηματικού αποτελέσματος, αλλά, από εκεί και πέρα, ποιός ορίζει τι είναι κακόγουστο, τι είναι προσβλητικό και τι θα έπρεπε να απαγορευτεί;

Πριν λίγες μέρες, έγινα μάρτυρας μιας διαδικτυακής κουβέντας – αν κάτι τέτοιο, φυσικά, μπορεί να υφίσταται στην εποχή των social media – η οποία πήρε διαστάσεις έντονης αντιπαράθεσης. Ένα από τα ζητήματα που προέκυψαν ήταν το πώς πράγματα που στο παρελθόν περνούσαν απαρατήρητά, σήμερα είναι ικανά να θεωρηθούν άκρως προσβλητικά, αφού έχουν αλλάξει αρκετά οι κοινωνικές συνθήκες. Προφανώς, αν ανατρέξουμε στα ντοκουμέντα που έχουν διασωθεί από κάθε εποχή, είναι δεδομένο πως θα έρθουμε σε επαφή με τα στερεότυπα και τις ιδεοληψίες που επικρατούσαν τότε. Και αν τα μελετήσουμε με κριτική ματιά, πολλά πράγματα που μέχρι πριν 100, 50 ή ακόμα και 20 ή 10 χρόνια θεωρούνταν ΟΚ, σήμερα είναι ικανά να μας δημιουργήσουν αμηχανία, λύπη, ή και οργή. Το αν, όμως, αυτά αξίζουν να παραμείνουν ακέραια ως μνημείο του πόσο έχουμε προχωρήσει ως ανθρωπότητα, ή οφείλουν να μπουν κάτω από το χαλάκι, προκειμένου να αφήσουμε πίσω μας για τα καλά αυτές τις “μαύρες μέρες”, είναι κάτι που σηκώνει πολλή κουβέντα, καθώς έχουν ειπωθεί διάφορα επιχειρήματα από τους υπερασπιστές και των δύο πλευρών.

Στα οπτικοακουστικά μέσα π.χ., η τάση αυτή τη στιγμή είναι περισσότερο προς το να μπαίνουν διάφορα disclaimers, που θα προειδοποιούν τους θεατές για το τι πρόκειται να παρακολουθήσουν, αν και δεν είναι λίγες και οι πλατφόρμες που έχουν προχωρήσει στο κατέβασμα ταινιών ή επεισοδίων, που σήμερα μπορεί να θεωρηθούν προβληματικά από μερίδα του κοινού. Τί γίνεται, όμως, με τα σύγχρονα έργα που κάποιοι αισθάνονται ότι πατάνε σε μια ξεπερασμένη οπτική των κοινωνικών ισορροπιών, ή, ακόμη χειρότερα, με αυτά που επιλέγουν συνειδητά να είναι ελαφρώς – ή και πολύ – προβοκατόρικα;

Ένα στριπάκι αποτέλεσε την ιδανική αφορμή για να ανοίξει ξανά μια συζήτηση (που περισσότερο, βέβαια, έμοιαζε με την τελική μάχη του AVENGERS: ENDGAME), η οποία, όμως, παραμένει διαρκής για όσους ασχολούνται με τα comics, αλλά και με άλλες εκφάνσεις της σύγχρονης pop κουλτούρας. Σε αυτό, ένα νεαρό αγόρι δίνει ένα ξαφνικό φιλί σε μια φίλη συμμαθήτριά του, με αποτέλεσμα να βρεθεί με ένα αναψυκτικό στο κεφάλι. Το strip ξεσήκωσε αντιδράσεις, καθώς δεν ήταν και λίγοι αυτοί που θεωρήσαν πως αυτό αναπαράγει και διαιωνίζει την κουλτούρα του βιασμού. Σε άλλες, σχετικά πρόσφατες, εποχές, μια τέτοια κατηγορία ίσως να θεωρούνταν κάπως υπερβολική. Σήμερα όμως, οι συνθήκες έχουν αλλάξει, με αποτέλεσμα ένα τέτοιο σχόλιο αμέσως να διχάσει, συγκεντρώνοντας πολλούς υποστηρικτές αλλά και αρκετούς πολέμιους.

Όπως συμβαίνει, βέβαια, στις αστικές δημοκρατίες στις οποίες ζούμε, για τα περισσότερα πράγματα τουλάχιστον, ο καθένας μπορεί να έχει την προσωπική του γνώμη. Αυτό που με προβληματίζει, όμως, είναι οι όροι με τους οποίους σήμερα γίνεται ο όποιος διάλογος. Σε μένα είναι προφανές πως δεν χρειάζεται με το ζόρι κανείς να πείσει ποτέ κανέναν, αλλά, εφόσον επιλέγουμε να κάνουμε μια κουβέντα, θεωρώ πως οφείλουμε να ακούσουμε την αντίθετη πλευρά, αποφεύγοντας τη μετατροπή των συζητήσεων σε παράλληλους μονολόγους.

Υπάρχει, λοιπόν, σωστός τρόπος να γίνει καλόπιστη κριτική, που θα ευνοήσει τον διάλογο σε κάτι που μας φαίνεται προβληματικό; Πιστεύω ναι, αλλά αυτό σίγουρα δεν μπορεί να γίνει με το να πούμε σε κάποιον πως με το έργο του αναπαράγει π.χ. την κουλτούρα του βιασμού, λες και αυτό δεν είναι μια σοβαρή καταγγελία αλλά μια “φιλική γνώμη”. Πόσο μάλλον, όταν αυτός που κριτικάρουμε δεν μας είναι γνωστός από πριν, ή δεν έχει δώσει ποτέ στο παρελθόν δείγματα κάποιας τέτοιας συμπεριφοράς. Και για να είμαστε ειλικρινείς τώρα, θα πρέπει κανείς να μπήκε χθες στο internet για πρώτη φορά στη ζωή του, για να αγνοεί ότι εκφράζοντας μια τέτοια άποψη, ουσιαστικά βάζει δυναμίτη σε οποιαδήποτε μορφή διαλόγου.

Όλο αυτό, βέβαια, εκτιμώ πως πηγάζει και από τη μετά-ιντερνετική σύγχυση, η οποία κυριαρχεί σήμερα, όπου ο καθένας χρησιμοποιεί εκφράσεις που είτε δεν αντιλαμβάνεται πλήρως, είτε σκοπίμως εργαλειοποιεί, προκειμένου να ενισχύσει το επιχείρημά του. Σε αυτό το πλαίσιο, διάφορες έννοιες συχνά παίρνουν υπερβατικές διαστάσεις και καταλήγουν να μοιάζουν με συνθήκες αέναες, αδιαμφισβήτητες κι απαράλαχτες, σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Έτσι, για παράδειγμα, η Ελλάδα, η Ινδία, η Σαουδική Αραβία, η Βόρεια Κορέα και η Σουηδία αντιμετωπίζονται ως παρόμοιες περιπτώσεις, που πάνω-κάτω αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα. Σε έναν τέτοιο κόσμο, λοιπόν, όπου δεν υπάρχουν διαβαθμίσεις, το να μην αποδέχεσαι, ή, ακόμη χειρότερα, να αγνοείς έννοιες ή κοινωνικές τάσεις, είναι πολύ εύκολο να σε μετατρέψει, στα μάτια αρκετών τουλάχιστον, σε κομμάτι ενός μεγαλύτερου προβλήματος.

Ασφαλώς, όποιος έχει βασική γνώση των κοινωνικών επιστημών, θα έπρεπε να ξέρει πως η αμφισβήτηση των εννοιών, πόσο μάλλον αυτών που τείνουν να γίνουν κυρίαρχες, είναι χρέος κάθε ερευνητή, ή και κάθε πολίτη, θα πρόσθετα εγώ. Αλλά, τέλος πάντων, ακόμη και αν αφήσουμε στην άκρη τον ακαδημαϊσμό του θέματος, πόσο λογικό είναι να περιμένουμε ότι όλοι, καθολικά και χωρίς ενστάσεις, θα αποδεχτούν πλήρως “το φως το αληθινό”, επειδή κάποιοι αποφάσισαν πως πλέον αυτό θα αποτελεί τη “μία και μοναδική αλήθεια”; Ο κόσμος ποτέ δεν λειτούργησε έτσι και – spoiler alert – ούτε τώρα πρόκειται να λειτουργήσει. Γι’ αυτό, λοιπόν, είναι σημαντικό, πριν βγούμε στα κάγκελα, να εξετάζουμε το context του έργου, αλλά και το ποιος είναι ο δημιουργός, ενώ, παράλληλα, να μην θεωρούμε πως μια καταγγελία, επειδή βάσει του δικού μας αξιακού κώδικα μπορεί να ευσταθεί, είναι οπωσδήποτε δίκαια, ή όλοι την αντιλαμβάνονται. Και αν από τους 100 την αντιλαμβάνονται οι 10, μάλλον θα ήταν καλό να ξανασκεφτούμε το κατά πόσο αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Από την άλλη, φυσικά, υπάρχει το ζήτημα του πόσο έτοιμος είναι κανείς να αποκαλέσει φασίστα όποιον διαφωνεί μαζί του. Είναι πολύ συχνό, εξάλλου, το φαινόμενο όπου οποιαδήποτε κριτική, χοντροκομμένη ή καλόπιστη, ξαφνικά παίρνει άλλες διαστάσεις και μετατρέπεται σε στέρηση ελευθεριών και απαγόρευση της έκφρασης. Τα είδαμε με τον Αρκά και σήμερα τα βλέπουμε όλο και περισσότερο από διάφορους πολέμιους της πολιτικής ορθότητας, οι οποίοι συχνά καταλήγουν πιο μυγιάγγιχτοι κι έτοιμοι να προσβληθούν από τα “snowflakes” τα οποία χλευάζουν. Η βασική διαφορά, όμως, είναι πως όλοι αυτοί που ενοχλούνται, διαφωνούν, καταγγέλλουν, ή απλά αγνοούν το πώς λειτουργεί η σημερινή πολιτική ορθότητα, αποτελούν περισσότερο ένα ανόμοιο συνονθύλευμα ανθρώπων που μεταξύ τους πιθανά να έχουν και πάρα πολλά να χωρίσουν. Όμως, από τη στιγμή που η απέναντι όχθη, γεμάτη αυτοπεποίθηση από το ηθικό της πλεονέκτημα, τους τσουβαλιάζει ως εκφραστές της πατριαρχίας, της ακροδεξιάς και του Τραμπισμού, κι αυτοί με τη σειρά τους καταλήγουν να ενσωματώνουν και να αναπαράγουν μια αμφιλεγόμενη ρητορική, που συχνά αποκλίνει αρκετά από αυτή που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως προοδευτική.

Και κάπως έτσι φτάνουμε στο αιώνιο ερώτημα του αν το αυγό έκανε την κότα ή η κότα το αυγό. Η προσωπική μου άποψη είναι πως ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι διεθνώς υπάρχει ένα πολυπληθές τοξικό comic fandom, τα πράγματα στην Ελλάδα είναι αρκετά διαφορετικά. Βλέπετε, το μέγεθος της κοινότητας για χρόνια υπήρξε μικρό, με αποτέλεσμα οι τυχόν διαφωνίες να μη μπαίνουν σε πρωταγωνιστικό ρόλο ή, τέλος πάντων, να μην παίρνουν σημαντικές διαστάσεις έξω από τον στενό πυρήνα των κομιξόφιλων. Σήμερα, όμως, που η εγχώρια σκηνή βρίσκεται σε ακμή και τα υπερηρωικά comics, τουλάχιστον μέσω των ταινιών, έχουν γίνει άκρως δημοφιλή, είναι σίγουρο πως αυτές οι συζητήσεις καταλήγουν να αφορούν όλο και περισσότερο κόσμο. Και μέσα σε αυτή την κατάσταση, είναι φανερό πως κάποιοι έχουν συνειδητά αναλάβει τον ρόλο του ηθικού θεματοφύλακα του τι θα είναι αποδεκτό και τι όχι. Έτσι, sites, σελίδες του Facebook, προφίλ καλλιτεχνών ή και αναγνωστών, έχουν επιλέξει έναν συγκρουσιακό δρόμο, όπου από τη μία είναι αυτοί και, από την άλλη, όλοι οι άλλοι.

Πριν λίγα χρόνια, λοιπόν, αν με ρωτούσατε, θα σας έλεγα πως στην Ελλάδα δεν έχουμε alt-right κίνημα στον χώρο της pop κουλτούρας. Όμως σήμερα, είναι πλέον προφανές πως ακόμη και αν αυτή τη στιγμή δεν έχουμε, είναι πολύ πιθανό σύντομα να αποκτήσουμε. Γιατί όσο σημαντικό είναι να απομονωθούν τα μισογύνικα, ρατσιστικά, ακροδεξιά trolls που εμφανίζονται κατά καιρούς, αλλά και οι ατάλαντοι αλεξιπτωτιστές που ανακάλυψαν τα comics μόνο και μόνο για να κάνουν προπαγάνδα, άλλο τόσο θεωρώ επικίνδυνο το ενδεχόμενο όσοι βρίσκονται κάπου στο ενδιάμεσο ή δεν συμφωνούν πλήρως με καμία πλευρά, να στοχοποιηθούν ως αντιδραστικοί σεξιστές, ρατσιστές, κ.λπ.

Φυσικά, αυτές οι ανησυχίες μάλλον υπάρχουν περισσότερο σε όσους από εμάς αντιλαμβάνονται την κοινωνία ως ένα σώμα που καλό θα ήταν, αν θέλουμε να βελτιώσουμε τη σημερινή κατάσταση, να το έχουμε με το μέρος μας. Και όσο κάποιοι επιμένουν να της κουνάνε το δάχτυλο και να τη στοχοποιούν επειδή δεν καταδικάζει χωρίς δεύτερη σκέψη όλα όσα θα ήθελαν, αυτό που στην πραγματικότητα καταφέρνουν είναι να την απομακρύνουν.

Συνεπώς, όσο και αν σε ατομικό επίπεδο αντιλαμβάνομαι, και τολμώ να πω πως συχνά συμμερίζομαι, τα επιχειρήματα αυτών που εντοπίζουν προβληματικά χαρακτηριστικά σε κάποια έργα (ασχέτως αν αυτά υπάρχουν όντως εκεί ή όχι), βρίσκω λάθος, σε πάρα πολλά επίπεδα, την τόσο επιθετική προσέγγιση που χρησιμοποιούν, αφού κι αυτή, με τη σειρά της, απομακρύνει το ενδεχόμενο να αναπτυχθεί, όχι μόνο εντός της σκηνής, μια κουλτούρα διαλόγου. Γιατί αυτή τη στιγμή, ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται μονίμως αυτή η κουβέντα, αναπαράγει και διαιωνίζει μια κουλτούρα ηλιθίων, η οποία δεν τιμά πραγματικά κανέναν από τους συμμετέχοντες.

Εξάλλου, τα comics είναι, αν μη τι άλλο, μια συμπεριληπτική Τέχνη. Ας κοιτάξουμε, λοιπόν, στο όνομα της διεύρυνσής της, να μην αποκλείσουμε ανθρώπους απλά και μόνο επειδή δεν ανταπεξέρχονται στα standards που κάποιοι έχουν θέσει για όλους μας. Στην τελική, η κοινωνική εξέλιξη δεν είναι ούτε διαγωνισμός, ούτε πανελλήνιες, για να κόψουμε όσους δεν έπιασαν τη βάση. Γιατί αν αρχίσουμε να αφήνουμε πίσω μας τους κακούς μαθητές, κάποια στιγμή θα έρθει η σειρά και όλων των υπολοίπων. Άλλωστε, αν κάτι μας έμαθαν οι χάρτινοι ήρωες τόσα χρόνια είναι το πόσο σημαντικός είναι ο σεβασμός στη διαφορετικότητα και ότι ενωμένοι είμαστε πάντα πιο δυνατοί.