Justice League

Φώς στο τούνελ για το DCEU

Με εξαίρεση το επιτυχημένο WONDER WOMAN, οι ταινίες του DCEU έχουν απογοητεύσει, λίγο έως πάρα πολύ, κοινό, fans και κριτικούς μέχρι σήμερα, γι’ αυτό και η άφιξη του JUSTICE LEAGUE στις κινηματογραφικές αίθουσες, βρήκε πολλούς (εμού συμπεριλαμβανομένου) τόσο διστακτικούς όσο και ενθουσιώδεις. Εν τέλει, μια ευχάριστη έκπληξη μας περίμενε στο σινεμά, αλλά πριν μιλήσω για αυτό, και καθώς το μεγαλύτερο κομμάτι της υπόθεσης και των βασικών στοιχείων της ταινίας (θετικών και αρνητικών), βρίσκεται στη “ζώνη” των spoilers, καλό θα ήταν, όσοι δεν την έχετε δει ακόμα, να σταματήσετε να διαβάζετε αυτό το review. Φύγατε; Ωραία, για τους υπόλοιπους, ξεκινάμε!

Μετά τα γεγονότα του BATMAN V SUPERMAN, ο κόσμος βρίσκεται σε θρήνο και απελπισία, για τον χαμό του ανθρώπου από ατσάλι, ενώ οι Batman και Wonder Woman ανακαλύπτουν, έκαστος με τον τρόπο του, ότι μια νέα απειλή έχει φτάσει στον πλανήτη. Αυτή η απειλή φέρει το όνομα Steppenwolf, ένας ακόλουθος του Darkseid, ο οποίος έχει σκοπό να ενώσει τρία mother boxes, προκειμένου να κάνει τη Γη να μοιάζει με τη γενέτειρά του και να μπορέσει έτσι να πάρει επάξια τη θέση του στο πάνθεον των New Gods. Ως απάντηση σε αυτό, οι δύο ήρωες αποφασίζουν να “στρατολογήσουν” άλλα άτομα με υπερδυνάμεις, συγκεκριμένα τους Barry Allen/Flash, Victor Stone/Cyborg, και Arthur Curry/Aquaman. Με το τέλος τη πρώτης μάχης των μελών με τον βασικό ανταγωνιστή, η ομάδα αποφασίζει να χρησιμοποιήσει το μοναδικό “κουτί” που τους απομένει, για να αναστήσουν τον αδικοχαμένο Superman, κάτι που φέρουν εις πέρας, χωρίς όμως να έχουν άμεσα το επιθυμητό αποτέλεσμα…

Το JUSTICE LEAGUE, σε μεγάλο βαθμό, υπέστη ένα χάος στο θέμα της παραγωγής, της σκηνοθεσίας και του στησίματος, με τον Zack Snyder να αποχωρεί, πριν από μερικούς μήνες, για σοβαρούς οικογενειακούς λόγους, τον Joss Whedon να παίρνει τα ηνία στο σενάριο και να αναλαμβάνει εκτεταμένα reshoots τελευταίας στιγμής, και την Warner Bros. να θέλει αυστηρά τη διάρκεια της ταινίας από δύο ώρες και κάτω.

Κατά συνέπεια, το μοντάζ που χρειάστηκε να γίνει, έχει επηρεάσει αρνητικά τη ροή της ιστορίας, σε βαθμό που μοιάζει βιαστική στο θεατή, ενώ υπάρχει μεγάλο κομμάτι του υλικού που δεν έφτασε ποτέ στις αίθουσες (αν ανατρέξουμε στα trailers που προηγήθηκαν, θα δούμε πολλές σκηνές που δεν μπήκαν στο theatrical cut), καθώς και αλλαγές στο φωτισμό και στα χρώματα.

Το αξιοπερίεργο, παρ’ όλα αυτά, είναι ότι το αποτέλεσμα έχει ένα θετικό πρόσημο, με το JUSTICE LEAGUE να μοιράζει το χρόνο του, αναλογικά, στους πρωταγωνιστές, στη νοοτροπία και το σχέδιο που ακολουθούν, στη δράση, το χιούμορ και την κατανόηση της υπόθεσης. Σίγουρα θα θέλαμε κάποιες solo ταινίες του Flash και του Aquaman, ίσως και του Cyborg, προτού εισαχθούν οι χαρακτήρες στο ευρύτερο πλαίσιο της ομάδας, όμως το σενάριο υποδεικνύει ξεκάθαρα ότι οι προαναφερθέντες βρίσκονται στα σπάργανα της υπερηρωικής τους καριέρας, γι’ αυτό, άλλωστε, πείθει και το όλο εγχείρημα.

Πιστεύω ότι τα θετικά σημεία της ταινίας (και, εν τέλει, η όποια επιτυχία της) εντοπίζονται στην ενοχική και πολλές φορές απολογητική σχέση που έχει με το BATMAN V SUPERMAN, αφού όχι μόνο συγκριτικά μοιάζουν αντίθετες, αλλά επίσης το JUSTICE LEAGUE διορθώνει, σε σημεία, κάποια από τα περσινά ατοπήματα. (Για να μην πω “εγκλήματα”!)

Στο σενάριο, ξεχάστε την ανούσια και ακατανόητη περιπλοκότητα του prequel, καθώς εδώ πηγαίνουμε στο άλλο άκρο – ο αντίπαλος είναι απλός, ο στόχος του προφανής, και το πλάνο των ηρώων πλήρως αποκρυσταλλωμένο, καθώς οι ίδιοι κάνουν τον κόπο, μέσα από ανοιχτές συζητήσεις, να εξηγούν το πώς και το γιατί. Η πλοκή δεν εντυπωσιάζει σε πρωτοτυπία, πετυχαίνει όμως τον στόχο της, να δημιουργήσει, δηλαδή, τη διάσημη ομάδα, να θέσει τους “σπόρους” για τις επόμενες ταινίες, αλλά και να επαναφέρει τον Superman. Ναι, και εμένα με παραξένεψε αρχικά ο τρόπος που έφεραν πίσω στη ζωή τον τελευταίο γιό του Krypton, όμως αλλαξοπίστησα, γιατί συνδέεται άμεσα με την ιστορία, και μην ξεχνάμε ότι στο DCEU, Fortress Of Solitude (ακόμη) δεν υπάρχει. Συμπληρωματικά, το δράμα, σε σχέση με πριν, είναι αρκετά μετριασμένο, οι μάχες είναι δικαιολογημένες και δεν λειτουργούν μόνο ως plot points, ενώ οι χαρακτήρες αφιερώνουν χρόνο στο να απομακρύνουν τους όποιους αθώους, προσδίδοντας έτσι άμεσα το υπερηρωικό χρώμα, που, ομολογουμένως, μέχρι πρότινος έλειπε από MAN OF STEEL και BATMAN V SUPERMAN.

Σκηνοθετικά, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι έχουμε ταινία δύο ταχυτήτων. Από τη μια, υπάρχει το στιλ του Snyder, όπως το έχουμε γνωρίσει στο παρελθόν, με την πρώτη σκηνή στη Gotham να ξεχωρίζει σε εικαστική απόδοση και λήψη, και από την άλλη, μια JUSTICE LEAGUE έντονα διαφοροποιημένη σε ύφος και τόνο. Η σοβαροφάνεια δίνει λίγο χώρο σε μια πιο ανάλαφρη και, μερικές φορές, δικαίως χιουμοριστική προσέγγιση στα πράγματα, χωρίς όμως να απογοητεύει ή να ξενίζει στη δράση, ίσα-ίσα που την τονώνει. Και μια και ανέφερα τη δράση, οι μάχες (επιτέλους!) είναι περισσότερο φωτισμένες και ευκρινείς, χωρίς να χάνεται η κάμερα σε ένα καλειδοσκόπιο εκρήξεων, αλλά να χρησιμοποιεί κοντινά πλάνα για να δίνει και μια αίσθηση ρεαλισμού στον χώρο. Πέραν του κωμικού στοιχείου, είναι και η απουσία της ακατάσχετης υλικής και ανθρώπινης καταστροφής, που δίνει μια πιο ευχάριστη νότα στην ταινία, καθώς και η πιο έντονη και εναλλασσόμενη παλέτα, που διαφοροποιεί τις σκηνές μεταξύ τους.

Η χημεία μεταξύ των χαρακτήρων είναι εμφανής και άκρως επιτυχημένη, ακόμη και σε στιγμές που υπάρχουν διαφωνίες, αλλά ας δούμε και πιο συγκεκριμένα τους ίδιους. Ομολογώ ότι τον Ezra Miller ως Flash τον φοβόμουν από το πρώτο trailer και τα clips που είχαν κυκλοφορήσει, εντούτοις με διέψευσε πανηγυρικά. Παρ’ όλο που η ερμηνεία του είναι extreme με βάση οποιαδήποτε εκδοχή του ομώνυμου ήρωα, είναι απόλυτα συνυφασμένη με την ταινία και τη δυναμική της ομάδας, ενώ τα καλύτερα comic relief moments ανήκουν δικαιωματικά σε αυτόν. Αρχάριος, ατζαμής, φοβικός αλλά χαρισματικός και εκκεντρικός, ο Miller δίνει μια ιδιαίτερη και φρέσκια πνοή στον χαρακτήρα του. Ο Cyborg, σύμφωνα και με το New 52 origin της Justice League (από το οποίο έχει επηρεαστεί το σενάριο), έχει κεντρικό ρόλο στην πλοκή, είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη, και συμβάλλει με παραπάνω από έναν τρόπους στην ομάδα. Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι, παρ’ όλα αυτά, είναι ο ψυχισμός του, και σε αυτό ο Ray Fisher κάνει μια αξιοπρεπή δουλειά. Ο Victor Stone είναι ο μόνος από τους έξι, που δεν νιώθει άνετα στο ίδιο του το “δέρμα” και αντιμετωπίζει με απέχθεια τις δυνάμεις του, έχοντας χάσει την αίσθηση του να είναι άνθρωπος. Καθώς, όμως, προχωρά η ταινία, αρχίζει να συμφιλιώνεται με τη φύση του, να εναρμονίζεται με το ρομποτικό του σώμα και να βρίσκει ένα είδος αδελφότητας ανάμεσα στα υπόλοιπα μέλη.

Ο Aquaman ή καλύτερα “Aquabro”, αποκτά, μέσα από τον Jason Momoa, λίγο παραπάνω millennial ανδρισμό και αλαζονεία απ’ όσο μας έχει συνηθίσει ο βασιλιάς της Ατλαντίδας σε παλαιότερα comics, πετυχαίνει ωστόσο σε ύφος, γλώσσα του σώματος, και στη γνωστή ευέξαπτη ιδιοσυγκρασία του, ενώ παράλληλα έχει και τις πιο εσωτερικές σκηνές του, που δείχνουν μια πιο προσωπική πλευρά του χαρακτήρα. Η Gal Gadot ως Wonder Woman έχει αρχίσει να γίνεται σταθερή αξία. Δυναμική, με εξαιρετική σκηνική παρουσία, και πάντα τόσο κοντά με το πως φανταζόμαστε την ηρωίδα στην πραγματικότητα, η ηθοποιός έχει πετύχει μια ταύτιση που κανένας άλλος στην ομάδα δεν έχει.

Αυτός όμως που κλέβει πραγματικά την παράσταση, είναι ο Superman. Επιστρέφει ξεκάθαρα δυνατότερος από πριν, με μια νέα, τρόπον τινά, υπερδύναμη (αρκετά spoilers για σήμερα), αλλά κυρίως είναι η 180 μοιρών στροφή στην προσωπικότητά του, που κάνει την πιο θετική εντύπωση. Ελπιδοφόρος, ανθρώπινος, ηγετικός, πέρα για πέρα ηρωικός, με χιούμορ, και συγχρόνως με πίστη στον εαυτό του, ο Henry Cavill καταφέρνει, επιτέλους, να πείσει ως ένας post-Crisis Superman, ακόμη και μέσα από τα μειδιάματά του. Το μοναδικό πρόβλημα με την παρουσία του, είναι το γεγονός ότι η παραγωγή δεν κατάφερε να αφαιρέσει το… μουστάκι του. Όπως είπα και πιο πάνω, με τον Whedon να κάθεται στην καρέκλα του σκηνοθέτη, ακολούθησαν κάμποσα reshoots, και λόγω του ότι ο Cavill έπαιζε τότε έναν χαρακτήρα με μουστάκι στο MISSION IMPOSSIBLE 6, παράλληλα με το JUSTICE LEAGUE, η Warner Bros. αναγκάστηκε να ξοδέψει λεφτά σε CGI για να το αφαιρέσει ψηφιακά. Το αποτέλεσμα, τις περισσότερες φορές, είναι εξόφθαλμο και αντιαισθητικό, σε βαθμό που μάλλον θα ήταν προτιμότερο η εταιρία να δώσει τα λεφτά στην Paramount Pictures για να του αφαιρέσουν αυτοί το μουστάκι, παρά να παρουσιάζει η ίδια ένα τέτοιο αποτέλεσμα.

Η μεγαλύτερη απογοήτευση, και σίγουρα από τα βασικά αρνητικά της ταινίας, είναι ο Batman και ο Steppenwolf. Ο μεν Ben Affleck επιστρέφει με μια τελείως αδιάφορη και ανάλατη ερμηνεία, η οποία χειροτερεύει από τα μέσα της ιστορίας και έπειτα, σε σημείο που καταλήγει ελαφρώς χαζοβιόλης στις αντιδράσεις του, καθώς προσπαθεί να ισορροπήσει ένα πιο ανάλαφρο στιλ, με άβολες και out of character ατάκες. Πέρσι, ήταν ένας στρουμπουλός δολοφόνος, αποφασισμένος να σκοτώσει τον Superman, αλλά τουλάχιστον είχε μια Millerική βάση το παίξιμό του, φέτος έχει πάθει μια κρίση ταυτότητας, όπου έχει χάσει τα όποια στοιχεία Batman είχε, ενώ δεν καταφέρνει και πολλά στο πεδίο μάχης, πέρα από το να μαζέψει τους υπόλοιπους, για να μην συζητήσω για τον τίτλο World’s Greatest Detective, που πάλι δεν τον βλέπει ούτε με κυάλια. Και φυσικά, ο Steppenwolf, τον οποίο, για κάποιον λόγο, έκαναν σαν Σάτυρο του Διονύσου με μεσαιωνική πανοπλία, πέφτει και αυτός θύμα κακού CGI συχνά πυκνά, αλλά κυρίως πάσχει από το σύνδρομο του “απλά αδιάφορου villain”, που έχουν συνήθως οι υπερηρωικές ταινίες. Κάποιες ολιγόλεπτες σκηνές, είτε στην αρχή, είτε ως flashbacks καθ’ όλη την εξέλιξη της υπόθεσης, θα μας έδιναν μια ιδέα για το ποιόν του χαρακτήρα, για το πώς κατέληξε να είναι αυτός που είναι, και για τη φύση των κινήτρων του, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, και εν τέλει, ο ίδιος δεν είναι κάτι παραπάνω από το έναυσμα να συνταχθεί η περιβόητη ομάδα.

Μέχρι στιγμής, το JUSTICE LEAGUE έχει διχάσει κριτικούς και κοινό, με τους μεν να του βάζουν κάτω από τη βάση, και τους δε να το έχουν είτε ως μέτρια αλλά ευχάριστη και διασκεδαστική ταινία, είτε ως πολύ καλή. Σίγουρα δεν πρόκειται για αριστούργημα, παρ’ όλα αυτά θεωρώ ότι τα θετικά υπερτερούν συντριπτικά των αρνητικών, και παράλληλα είναι μια σαφέστατη στροφή προς τη “σωστή” κατεύθυνση, χτίζει ένα ελπιδοφόρο μέλλον για το DCEU και δείχνει ότι η Warner Bros. ακούει που και που τους fans. Αν πάτε, μάλιστα, να τη δείτε περιμένοντας κάτι αντίστοιχο με το BATMAN V SUPERMAN, θα νομίζετε ότι είδατε τους 12 Ένορκους, ή έστω 6, στην προκειμένη περίπτωση.