CRIMINAL: THE LAST OF THE INNOCENT

SPOILER ALERT! Το παρόν άρθρο ενδέχεται να περιέχει spoilers για το CRIMINAL: THE LAST OF THE INNOCENT. Αν σκοπεύετε να διαβάσετε το comic και δεν θέλετε να σας αποκαλυφθούν γεγονότα και καταστάσεις, συνεχίστε εδώ.

Writer: Ed Brubaker
Artist: Sean Phillips
Marvel (Icon)

Έχω ίσως αναφέρει στο παρελθόν ότι όσο περνάει ο καιρός μειώνονται τα καινούργια comics που διαβάζω (τουλάχιστον εντύπως). Αντίθετα, όλο και συχνότερα ανακαλύπτω διαμαντάκια που για κάποιο λόγο πέρασαν απαρατήρητα από το αντιληπτικό μου πεδίο και στρέφομαι σε back-issue orders, racks, shelves, whatever. Υπάρχουν βέβαια και τα webcomics, αλλά αυτά είναι άλλη ιστορία.

Ο λόγος σήμερα για ένα από τα installments του CRIMINAL, μιας εκπληκτικής σειράς του διδύμου Brubaker / Phillips, η οποία είχε διαφύγει τελείως της προσοχής μου. Αστυνομική ιστορία; Check. Εξαιρετικό, ατμοσφαιρικό σχέδιο και εκπληκτικά εξώφυλλα; Check. Απρόβλεπτη ανατροπή που όμως απλά προσθέτει στην πλοκή αντί να την αλλάζει; Check. Κι έτσι για bonus, ένα nostalgia tribute που αποτελεί μια εξαιρετική βάση για μια καλογραμμένη ιστορία; Also Check.

Όλα ξεκινάνε όταν ο πατέρας του Riley Richards, -“πετυχημένου” υποδιευθυντή στην εταιρεία του πεθερού του – φτάνει σε τελικό καρκινικό στάδιο και πεθαίνει, με αποτέλεσμα ο Riley να πρέπει να γυρίσει στην πατρική του πόλη, το Brookview. Εκεί θα ξαναέρθει σε επαφή με το παρελθόν του, το οποίο γρήγορα συνειδητοποιεί ότι δεν έπρεπε να έχει εγκαταλείψει ποτέ. Συναντά τη γλυκιά Lizzie Gordon, το κορίτσι της διπλανής πόρτας που άφησε πίσω για λογαριασμό της Felicity “Felix” Doolittle, γόνου πλουσίας οικογένειας και πιο “δεκτικής” στις εφηβικές θωπείες του Riley. Ξαναβλέπει τον Freakout, τον κολλητό με τον οποίο κάνανε όλες τις παιδικές και εφηβικές παλαβομάρες, ο οποίος πέρασε από τους επιπόλαιους μπάφους στα σκληρά ναρκωτικά και μόλις έχει καταφέρει να ξανασταθεί στα πόδια του. Θα ξαναβρεί όλα τα παλιά, μικρά πράγματα που έδιναν αληθινό νόημα στη ζωή του μέσα σε μια παλιά κούτα – τις αναμνήσεις του υπό μορφή χαρτιού και πλαστικού.

Όλα αυτά δε, μόλις έχει ανακαλύψει ότι η γυναίκα του τον απατά με τον “από εφηβείας εχθρό του”, Teddy.

Μέσα σε λιγοστό χρόνο, ο Riley παίρνει την απόφασή του: πρέπει να ανακτήσει το χαμένο του παρελθόν και να καταστρέψει το νοσηρό παρόν του – ξεκινώντας με τη γυναίκα του, την οποία θα δολοφονήσει με τρόπο που να θυμίζει έναν κατά συρροή δολοφόνο του Brookview από τη δεκαετία του ’60. Αυτό θα το κάνει αξιοποιώντας κάθε μέσο, καταστρέφοντας όποιον βρεθεί στο δρόμο του, εχθρό μα και φίλο, φροντίζοντας όμως να ξανακερδίσει τη Lizzie.

Η νοσταλγία, το noir, ένας υπόκοσμος με αίσθημα τιμής και ένας αληθινός villain, τον οποίο συμπαθεί κανείς μέχρι τέλους, παρά μία του πράξη, συνθέτουν μια εξαιρετική ιστορία – μια ιστορία που ακολουθεί διακριτικά, πλην σαφώς, το μοντέλο ενός “What if… the characters of ARCHIE finally grew up?”. Η αντιστοιχία των χαρακτήρων είναι σαφής, αλλόκοτα ταιριαστή και, φυσικά, όλες οι σεκάνς με τις αναμνήσεις τυ Riley φέρνουν άμεσα στο νου τη χρωματική παλέττα και το σχέδιο των ποικίλλων περιοδικών με επίκεντρο τον Archie Andrews και την παρέα του – γεγονός που κάνει μια φοβερή αντίθεση με όλο το υπόλοιπο, σκοτεινό και στιβαρό σχέδιο.

Το σύνολο συμπληρώνει ένα κείμενο στο τέλος κάθε τεύχους (εκ των τεσσάρων σύνολο), όπου ο Brubaker, η Megan Abbott, ο Jay Faerber και ο Duane Swierczynski, όλοι βετεράνοι της αστυνομικής γραφής, μιλούν για τις διάφορες σειρές και τα βιβλία που τους ενέπνευσαν στο γράψιμό τους, ενώ ο ίδιος ο Brubaker παρέχει μια εξαιρετικά εκτεταμένη λίστα με τηλεοπτικές σειρές και συγγραφικές αναφορές, που θα μπορούσαν να τελούν ακόμη και χρέη βιβλιογραφίας.

Αν έπρεπε να δώσω έναν εναλλακτικό τίτλο στη σειρά, θα ήταν “Το Τίμημα του Happy End” και σας την προτείνω ανεπιφύλακτα, σε τεύχη αν καταφέρετε να τα βρείτε (είναι του 2011)μ, τόσο για τα φανταστικά εξώφυλλα, όσο και για τα προαναφερθέντα κείμενα, που δεν γνωρίζω αν περιλαμβάνονται στα TPBs.