Why So Serious?

Πρέπει τα comics να είναι σκοτεινά για να τα πάρει κανείς στα σοβαρά;

Αφορμή για αυτό το άρθρο αποτέλεσε το πρώτο τεύχος του BATMAN: DAMNED των Lee Bermejo και Brian Azzarello. Χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες (εξάλλου, τα είπε πολύ ωραία η Τόνια στην κριτική της) θα αναφέρω απλά ότι, όπως και το JOKER των ίδιων δημιουργών, το comic αποτελεί ένα ακόμη τρανό παράδειγμα του πώς να δημιουργήσεις hype για τη δουλειά σου, χρησιμοποιώντας shock value, nudity, splatter, κ.λπ. ως υποκατάστατο ικανοτήτων γραφής και βασικών κανόνων storytelling.

Το πέος του Batman, εκτός από ένα άκρως επιτυχημένο publicity stunt, αποτελεί απλώς την (κάπως μαλακή, οφείλω να ομολογήσω) κορυφή του παγόβουνου μιας σειράς ατυχών επιλογών, τόσο για τη DC, όσο και για τη Marvel. Και αυτή ξεκινά από την ιδεοληψία στην οποία δείχνουν να είναι εγκλωβισμένες οι δύο εκδοτικές, η οποία θεωρεί δεδομένο ότι τα superhero comics, προκειμένου να είναι πιο “προχωρημένα”, θα πρέπει να είναι σκοτεινά και ρεαλιστικά.

Η άποψη αυτή δεν είναι καινούργια. Οι ρίζες της πιθανόν να μπορούν να εντοπιστούν στην πιο “down to earth” επανεφεύρεση του superhero genre από την Marvel, τη δεκαετία του 1960, που κατέστησε την εταιρία δημοφιλή και σε ανθρώπους που δεν ανήκαν στο παραδοσιακό παιδικό αναγνωστικό κοινό. Από την άλλη, η DC, την ίδια περίοδο, μπορεί να έμοιαζε προσκολλημένη στο παρελθόν, όμως η συνταγή που ακολουθούσε ήταν απολύτως πετυχημένη, μέσα κι έξω από τα comics. Ας μην ξεχνάμε ότι, παρ’ όλο που σήμερα είναι της μόδας να κοροϊδεύει κανείς την τηλεοπτική σειρά BATMAN, με πρωταγωνιστή τον Adam West, όταν προβαλλόταν ήταν φοβερά δημοφιλής και γι’ αυτό, εξάλλου, έμεινε στην ιστορία ως ένα από τα “τρία Bs των ’60s” (τα άλλα δύο αφορούν έναν πράκτορα που πίνει μαρτίνι και το σημαντικότερο, ίσως, συγκρότημα όλων των εποχών).

Με την αλλαγή της δεκαετίας, η DC άρχισε να προσπαθεί να μοιάσει περισσότερο στη Marvel, ενσωματώνοντας στα comics της διάφορα κοινωνικά ζητήματα και βάζοντας τους ήρωές της αντιμέτωπους με καθημερινά και επίκαιρα διλήμματα. Και φυσικά, τη δεκαετία του 1980, τα πράγματα κορυφώθηκαν, μέσα από τα comics του Alan Moore, του Frank Miller και πολλών άλλων. Θα ήταν άδικο, βέβαια, και απολύτως άστοχο, να κατηγορήσουμε τέσσερις-πέντε δημιουργούς για τη σημερινή κατάσταση, όμως ένα είναι σίγουρο: Η εμπορική επιτυχία comics όπως το WATCHMEN, καθώς και η σχεδόν καθολική αποδοχή τους ως αριστουργήματα, δημιούργησε τις βάσεις για όσα ακολούθησαν. Και φυσικά, με τους αναγνώστες να έχουν μέρος της ευθύνης, οι εταιρίες θεώρησαν ότι πήραν ένα σαφές μήνυμα. Τα comics πλέον πρέπει να είναι σοβαρά! Αρκετά με αυτές τις παράξενες ιστορίες, όπου γραφικοί ήρωες με κολάν παλεύουν με νοήμονες γορίλες. Το κοινό θέλει βία, αίμα, βιασμούς, ταλαιπωρημένους πρωταγωνιστές και δράμα. Πολύ δράμα!

Για να μην παρεξηγηθώ, να ξεκαθαρίσω ότι δεν έχω καμία διάθεση να μειώσω τη σημασία έργων όπως το WATCHMEN (για να μείνουμε στο πιο γνωστό και κλασικό παράδειγμα). Όμως, όπως σωστά έχουν σημειώσει και άλλοι στο παρελθόν, πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως αυτό που, κυρίως, το κάνει τόσο σημαντικό, πέρα από την αρτιότητα του τεχνικού σκέλους, είναι το πώς προσεγγίζει και αποδομεί το superhero genre. Αν, όμως, απογυμνώσουμε το έργο από το context του είδους και της εποχής, τότε το WATCHMEN είναι λίγο φτωχότερο από αυτό που νομίζουμε ότι είναι. Ακόμη χειρότερα, όταν οι εκδοτικές πάρουν ως δεδομένο ότι μπορούν να εφαρμόσουν τη συνταγή του WATCHMEN, ή του THE DARK KNIGHT RETURNS, στα πάντα, καταλήγουμε με κάτι που δεν έχει απολύτως καμία σχέση με το προϊόν το οποίο υποτίθεται ότι πουλάνε. Και κάπως έτσι, τη δεκαετία του 1990, η βιομηχανία έδειξε να πιάνει πάτο. Σήμερα, βέβαια, ξέρουμε ότι αυτό που τότε έμοιαζε με πάτο, ήταν μόνο η αρχή…

Η τελευταία εικοσαετία, πλην κάποιων πολύ σημαντικών εξαιρέσεων, υπήρξε απολύτως καταστροφική για τα superhero comics, για πάρα πολλούς λόγους. Εδώ, όμως, θα συζητήσουμε για τον ένα και, κατά τη γνώμη μου, κυριοτέρο λόγο. Για το γεγονός ότι, σε αυτή την περίοδο, έχει αλλοιωθεί σε τρομαχτικό βαθμό το τι είναι και τι πραγματεύονται τα superhero comics. Τις προηγούμενες δεκαετίες, υπήρξαν ιστορίες όπου οι ήρωες αναγκάζονταν να καταφύγουν σε ανορθόδοξες, ή ίσως και ανήθικες μεθόδους, ενώ παράλληλα μπορεί να αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα, να έπεφταν χαμηλά, να έχαναν σε μάχες με τους αντιπάλους τους, ή ακόμη και να πέθαιναν. Σε αυτές, όμως, τις ιστορίες, κύριο στοιχείο αποτελούσε το ότι, παρά τις όποιες αδυναμίες τους, αυτό που τους κάνει ήρωες είναι το πως μπορούν να διαχειριστούν μία τραγική εμπειρία και να επιστρέψουν καλύτεροι, ή και δυνατότεροι, μέσα από αυτή. Ο Batman, ο Spider-Man και πολλοί άλλοι χαρακτήρες, βγάζουν νόημα μόνο ως άνθρωποι οι οποίοι, κάποια στιγμή στη ζωή τους, βίωσαν κάτι τραγικό και αυτό τους όπλισε με μια πανίσχυρη ηθική και με τέτοια αποφασιστικότητα, ώστε να μην επιτρέψουν αυτό να επαναληφθεί. Αντίστοιχα, ο Superman δεν έχει λόγο ύπαρξης χωρίς τον ηθικό κώδικα της οικογένειας Kent, χωρίς τον θαυμασμό του και την πίστη του προς το ανθρώπινο είδος και χωρίς, στην ουσία, να συμβολίζει την πιο φωτεινή εκδοχή καθενός από εμάς. Όταν απογυμνώνεις αυτούς τους χαρακτήρες από όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τους, καταλήγεις με βασανισμένες καρικατούρες, που δεν απέχουν και πάρα πολύ από τους αντίπαλους τους οποίους υποτίθεται ότι προσπαθούν να σταματήσουν. Το βασικό πρόβλημα, όμως, είναι ότι αυτό φαίνεται να είναι, εν τέλει, και ο σκοπός των εκδοτικών.

Αυτό που θα ονόμαζα “κληρονομιά του KILLING JOKE“, όπου ο Batman και ο Joker συμβολίζουν, ουσιαστικά, τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, αποτελεί μία από τις πιο στρεβλές απεικονίσεις του superhero genre, αλλά και, αντίστοιχα, μία από τις πιο επιδραστικές. Λεπταίνοντας σταδιακά τη γραμμή που χωρίζει τον ήρωα από τον villain, σήμερα έχουμε καταλήξει να είναι σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσουμε τον ένα από τον άλλο. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι, σταδιακά, οι αντιήρωες, που έκαναν την εμφάνιση τους τη δεκαετία του 1970, εκθρόνισαν τους ήρωες. Ούτε ότι οι ίδιοι οι ήρωες άρχισαν να γίνονται πιο σκοτεινοί και βασανισμένοι, ενώ παράλληλα οι villains άρχισαν να γίνονται πιο συμπαθείς, αφού ίσως να μην χρειάζεται κάτι παραπάνω από “μια κακή μέρα”, για να καταλήξεις μανιακός δολοφόνος.

Το χειρότερο, όμως, είναι ότι αυτές οι απλοποιημένες υποθέσεις σχετικά με την ύπαρξη και τη φύση του καλού και του κακού, συνδυαστικά με μια επιτηδευμένα intellectual γραφή, άρχισαν να περνιούνται και να γίνονται αποδεκτές ως υψηλή φιλοσοφία, που απευθύνεται σε πιο “καλλιεργημένους” και “ώριμους” αναγνώστες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, άνθρωποι που, επί της ουσίας, δεν έχουν καμία σχέση με το superhero genre, όπως ο Brian Michael Bendis και ο Brian Azzarello, αναδείχθηκαν σε μεσσίες του είδους. Και κάπως έτσι, φτάσαμε από αριστουργήματα όπως το MOONSHADOW και το SWAMP THING, στο BATMAN: DAMNED.

Προσθέτοντας, μάλιστα, σε αυτή την εξίσωση και το στοιχείο του σοκ, εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει πώς, την τελευταία δεκαπενταετία, προέκυψαν ιστορίες όπως το IDENTITY CRISIS, το ULTIMATUM (και γενικά πολλά πράγματα από το Ultimate Universe), το ALL-STAR BATMAN AND ROBIN, το JUSTICE LEAGUE: CRY FOR JUSTICE, το “Sins Past”, το CIVIL WAR, το SUPERIOR SPIDER-MAN και πάει λέγοντας. Φυσικά, αντίστοιχο ρόλο έπαιξε στον κινηματογράφο η τριλογία του Christopher Nolan, με πρωταγωνιστή τον Batman, χωρίς την οποία εκτιμώ ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει το νοσηρό κινηματογραφικό σύμπαν του Zack Snyder, όπου είναι ΟΚ για τον Superman και τον Batman να δολοφονούν τους αντιπάλους τους, είτε ελλείψει άλλων επιλογών, είτε επειδή έχουν απλά απογοητευτεί από τον κόσμο. Άλλωστε, η βασική αρχή του THE DARK KNIGHT είναι το “you either die a hero or you live long enough to see yourself become the villain”.

Το τρομαχτικό αυτής της κυνικής ομολογίας, είναι η ευκολία με την οποία οι ίδιοι οι δημιουργοί θεωρούν ότι, αργά ή γρήγορα, ο κάθε ήρωας, ακόμη και αν έχει τις καλύτερες προθέσεις, θα παραδοθεί στην σκοτεινή πλευρά. Αυτή η άκρως πεσιμιστική αντίληψη, που παίρνει ως δεδομένη τη σκοτεινή, βίαιη και απολύτως σκατόψυχη φύση του ανθρώπου, δυστυχώς είναι αρκετά δημοφιλής στις μέρες μας και φυσικά δεν περιορίζεται αποκλειστικά στον χώρο των comics (μια ματιά σε πετυχημένες σειρές όπως το BLACK MIRROR, το επιβεβαιώνει).

Αυτό, λοιπόν, το ιδεολογικό αφήγημα, που προτιμά όλοι οι χαρακτήρες των comics να περιορίζονται στα θολά πλαίσια των γκρι ηθικών αποχρώσεων, έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με την ίδια τη φύση των superhero comics, τα οποία, για πολλές δεκαετίες, κατάφεραν να μιλήσουν για πάρα πολύ σημαντικά ζητήματα, μέσα από μια αφοπλιστική απλότητα, χωρίς να χάσουν τον χαρακτήρα τους. Και μπορεί πολλοί να τα έχουν κατηγορήσει για την μανιχαϊστική λογική τους, όμως η πλήρης ισοπέδωση των διαφορών μεταξύ του τι είναι καλό και τι είναι κακό, in my book τουλάχιστον, δεν συνεπάγεται απαραίτητα κάποιου είδους προοδευτισμό. Ίσα-ίσα που αυτή η φοβική αντίληψη για τους ήρωες, αλλά και γενικότερα για τον κόσμο, έτσι όπως αποτυπώνεται στα comics την τελευταία εικοσαετία, περισσότερο αντανακλά τα πιο συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας.

Ευτυχώς, βέβαια, ακόμη και σήμερα, υπάρχουν εκεί έξω καλογραμμένα superhero comics (έστω και λίγα), τα οποία παίρνουν πολύ σοβαρά τον εαυτό τους χωρίς να είναι σοβαροφανή, μιλάνε για σημαντικά ζητήματα χωρίς να διαφημίζονται ως “σημαντικά” και έχουν πολλά περισσότερα να μας πουν για τον εαυτό μας και τον κόσμο, απ’ ότι οι φλύαρες και κυνικές ασυναρτησίες του κυρίου Azzarello.

Φυσικά, ως γνωστόν, ο καθένας έχει το δικαίωμα να διαβάζει και να βλέπει ό,τι θέλει και να μην δίνει λογαριασμό σε κανέναν για αυτό. Όμως, καλό είναι να έχουμε υπόψη μας ότι αυτό που για κάποιους είναι αριστούργημα, στην πραγματικότητα αποτελεί το ακριβώς αντίθετο απ’ όλα όσα, στην ουσία, θα έπρεπε να είναι. Και πως, στην τελική, τα αμερικάνικα superhero comics είναι ένα πολύ συγκεκριμένο πράγμα. Μπορεί οι εκδοτικές να έχουν χάσει τη μπάλα και να μην ξέρουν τι είναι αυτό που υποτίθεται ότι πουλάνε, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι και όλοι οι αναγνώστες έχουμε ξεχάσει τι είναι αυτό που απολαμβάνουμε σε αυτά.

Και όσο οι εταιρίες θα επιμένουν σήμερα να μας βομβαρδίζουν με κακά comics και άλλες, ακόμη χειρότερες, μεταφορές τους σε άλλα Μέσα, εμείς μπορούμε πάντα να τους γυρίσουμε την πλάτη και να ανατρέξουμε στο παρελθόν, για να εντοπίσουμε χιλιάδες φανερά και κρυμμένα διαμαντάκια παλιότερων δεκαετιών.